Share |

Ιχνηλατώντας το παρόν

από το εξαιρετικό blog  "Δ"

Επειδή το παρελθόν κατοικοεδρεύει στο παρόν και μαζί διαμορφώνούν το μέλλον και επείδη ex nihilo (εκ του μηδενός) δεν γνωρίζω να υπάρχει οτιδήποτε, πέρα απο νοητικά κατασκευάσματα και σκέψεις που βολεύουν ορισμένους, θα επιχειρήσω μια σύντομη κοινωνικό-πολιτική και ιστορικό-οικονομική αναδρομή στο δεύτερο μισό του αιώνα που πέρασε παραθέτοντας ορισμένα χωρία από δύο βιβλία (το ένα ιστορικό, το άλλο οικονομικό) εμπλουτισμένα με παρεμβάσεις μου για να φτάσω μέχρι τις μέρες μας και τις εξελίξεις που ζούμε, προσπαθώντας να παρουσιάσω στο μέτρο των δυνατού, υπό μια άλλη προοπτική τα γεγονότα -σε σχέση με το πως βλέπω να παρουσιάζονται.

Επισημάνσεις με έντονη ή έγχρωμη γραφή είναι από εμένα, επίσης οτιδήποτε υπάρχει εντός αγκύλης είναι [δικές μου σκέψεις].

-------------------------------------------------------------------------------------------------

«Όσο το αυτοκίνητο παραμένει ένα μέσο μεταφοράς για ιδιαίτερα προνομιούχους κύκλους, εκατομμύρια υπάκουοι, εργατικοί και ικανοί άνθρωποι, οι οποίοι πολλές φορές ζουν μια ζωή με περιορισμένες ευκαιρίες, νιώθουν με πίκρα ότι τους αρνούνται ένα μέσο μεταφοράς που θα τους άνοιγε, ιδίως τις Κυριακές και τις αργίες, μια πηγή άγνωστης, χαρμόσυνης ευτυχίας... Ο εμφατικά ταξικός και άρα κοινωνικά διχαστικός χαρακτήρας που έχει προσδοθεί στο αυτοκίνητο πρέπει να απαλειφθεί’ το αμάξι δεν πρέπει να παραμείνει ένα αντικείμενο πολυτελείας, αλλά να γίνει ένα χρηστικό αντικείμενο!»

Τα παραπάνω έλεγε εγκαινιάζοντας το 1934 την έκθεση αυτοκινήτου του Βερολίνου ο Χίτλερ. [Εργατικότητα, ευτυχία και χρηστικότητα... ορισμένες ανατιμημένες έννοιες και αξίες της νεωτερικότητας για τις οποίες μιλούσε και ο Χίτλερ. Ενδιαφέρον...]
Οι τολμηρές αυτές διακηρύξεις προσέκρουαν όμως στην πραγματικότητα της δεκαετίας του 1930. Τα λόγια του Χίτλερ τα διέψευσε το γεγονός ότι η οικονομική στενότητα και η πολεμική κινητοποίηση απέτρεψαν την πώληση έστω και ενός Volkswagen στο κοινό όσο διήρκεσε το Τρίτο Ράιχ. Μόλις όμως τελείωσε ο πόλεμος, η λαϊκή ανοχή στη διανομή με δελτίο και στη λιτότητα γρήγορα εξανεμίστηκε.[...]

 

«Τώρα που τα ενωμένα έθνη αρχίζουν να ανακτούν την Ευρώπη απο τους ναζί, ξεκινά η δημοκρατική φάση της αποικιοκρατικής πολιτικής...
Αυτό που οι Ευρωπαίοι συνήθιζαν να ονομάζουν με κάποια περιφρόνηση ιθαγενή πολιτική τώρα εφαρμόζεται στους ίδιους.»
Dwight Macdonald.

[...]Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, καθώς οι έλεγχοι της πολεμικής περιόδου εγκαταλείπονταν, το περίγραμμα της νέας αγοραστικής κουλτούρας έγινε σαφέστερο.
Η παραγωγή επιθυμιών προηγήθηκε της αγοράς αγαθών. Όπως έλεγε ο οδηγός του μάνατζμεντ του Μπαρτον για το 1953, «Δημιουργήστε μια επιθυμία κατοχής αρκετά δυνατή ώστε να υπερνικήσει τη φυσική αντιπάθεια για το ξόδεμα χρημάτων, και θα κάνετε τη μια πώληση μετά την άλλη». Η παραδοσιακή τεχνική των πωλήσεων άλλαξε. Οι γυναίκες αντί να αγνοούνται, προβλήθηκαν ως η «κινητήρια δύναμη» της «σύγχρονης ζωής»: οι διαφημιστές τις είδαν στη δεκαετία του 1950 κυρίως στον οικιακό τους ρόλο και βάλθηκαν να «πετύχουν την νοικοκυρά». «Δεν μπορείτε να κάνετε πια χωρίς ηλεκτρικό, εσπρέσο και Κόλα», έλεγε μια γερμανική διαφήμιση. «Μπορείτε όμως να κάνετε χωρίς μαγείρεμα! Όλα αυτά τα θαύματα είναι τώρα δικά σας, αγαπητή νοικοκυρά! Αυτό που η γιαγιά σας και η μητέρα σας έπρεπε θέλοντας και μη να το κάνουν με το χέρι, μια τόση δα θαυματουργή μηχανή το κάνει σε δευτερόλεπτα... Πείτε στον άνδρα σας να βάλει λίγο πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη!».

 

«Πρώτη-πρώτη έβαλα τη γυναίκα», σχολίαζε ένας Ιταλός επιχειρηματίας’ «έπειτα τον σκύλο, το άλογο και τέλος τον άνδρα».
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 οι διαφημιστές άρχισαν να ξεχωρίζουν τις «μικρομάνες» από τα «ντροπαλά ξεπεταρούδια» και τα σέξι, ανύπαρκτα «κορίτσια του κοσμοπολιταν» που επέβαλαν τα μανεκέν με το νέο «πεταχτό» στυλάκι.

 

 

 

 

 

 

 

Το παλιομοδίτικο σνομπ στυλ, που κατά κάποιο τρόπο παραδεχόταν τη μονιμότητα της κοινωνικής θέσης και των ταξικών διαφορών, αμφισβητείτο τώρα από έναν τύπο διαφήμισης που έκανε τον αγοραστή να πιστέψει ότι μπορούσε να ανέβει μερικά σκαλιά στην κοινωνική κλίμακα.[...]

 

[...]Οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν για να ταξινομούν τους εν δυνάμει αγοραστές βασίζονταν σε μια σειρά από νέους κλάδους -έρευνα αγοράς, πειραματική και εφαρμοσμένη ψυχολογία-, που ανατέμνονται σ’ ένα μυθιστόρημα για τον καταναλωτισμό της δεκαετίας του ‘60, το Les Choses (τα πράγματα) του Ζωρζ Περεκ. «Η ψυχολογία, η επιστήμη που νομίζαμε ότι θα γινόταν η θεραπαινίδα της εκπαίδευσης», έγραφε ένας θορυβημένος παρατηρητής [παρατίθεται στο έργο του T.R.Nevitt, advertising in Britain: A history, Λονδίνο 1982], «έχει εκπορνευτεί για να υπηρετήσει τις ανάγκες της τεχνικής πωλήσεων, των φανφαρόνων της υπερδιογκωμένης οικονομίας». Φωνή βοώντος εν τη ερήμω: το επάγγελμα του διαφημιστή αποδεσμεύτηκε από τους ανυπόληπτους συνειρμούς που προκαλούσε προπολεμικά και έγινε μια συναρπαστική και μάλιστα περίοπτη απασχόληση.

 

 

 

Η διαφημιστική επανάσταση απλώθηκε στα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας: η εμπορική διαφήμιση έκανε την εμφάνιση της στην τηλεόραση από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ενώ η αύξηση των τηλεφώνων στα σπίτια οδήγησε στην εμφάνιση των χρυσών οδηγών στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Την ίδια εκείνη περίοδο τα κυριακάτικα φύλλα άρχισαν να λανσάρουν έγχρωμα ένθετα, με άρθρα και διαφημίσεις που υμνούσαν τα νέα «lifestyle» που προσέφερε η αγορά [νομίζω από τα παραπάνω είναι εμφανής η καθυστέρηση της Ελλάδας εις τον ''εκπολιτισμό'' της]. Παρασχέθηκε μάλιστα βοήθεια στον αγχωμένο αγοραστή, ο οποίος προσπαθούσε να προσανατολιστεί μέσα σ’ αυτή την πλημμυρίδα αγαθών. Το 1957 η νέα Εταιρία Καταναλωτικής Έρευνας, που υποστηριζόταν από την ένωση Αμερικανών καταναλωτών, άρχισε να εκδίδει το which? (ποιο -απ’ όλα;) που μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε να έχει σχεδόν 500.000 αναγνώστες [νομίζει κάνείς πως ανέκαθεν τα δελτία ειδήσεων μιλούσαν για την προστασία ή τις ενώσεις των καταναλωτών, και την διευκόλυνση ή την ταλαιπωρία τους; -η πύκνωση στις αναφορές από τα Μ.Μ.Ε της λέξης «καταναλωτής» σε σχέση με τη λέξη «πολίτης» είναι ανάλογη με την -τεχνητή- αντικατάσταση και άνοδο της σημασίας της -υποτιθέμενα αυτόνομης- οικονομίας, της αγοράς και του ατομισμού έναντι της πολιτικής και της μετατροπής του ενεργού πολίτη σε παθητικό καταναλωτή.]

 

 

 

Οι νέες επιθυμίες που δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν [όχι από μόνες τους…] με αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν γρηγορότερα απ’ ότι παλιά. Οι στάσεις απέναντι στην καταναλωτική πίστη και το χρέος άλλαξαν. Η άποψη του Γάλλου χωρικού ότι «η πίστωση είναι ένα κακοφορμισμένο έλκος πάνω στο σώμα του εμπορίου» αμφισβητήθηκε όχι μόνο από την εξάπλωση των μεθόδων αγοράς με δόσεις, αλλά και από τις ίδιες τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες «προωθούν ένα φάσμα τραπεζικών υπηρεσιών που προσαρμόζονται [ναι, μόνο προσαρμόζονται...] ολοένα περισσότερο στην εξυπηρέτηση εκείνων των πελατών οι οποίοι δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα τους». Χάρη σε αυτές τις χρηματιστικές καινοτομίες, η κατανάλωση μπήκε στο αυλάκι. Ο ήπιος πληθωρισμός λειτουργούσε ως κίνητρο.[...]

 

 

 

[...]Το αυτοκίνητο ήταν ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα τα καταναλωτικά αγαθά. Η παραγωγή αυτοκινήτων στη δυτική Ευρώπη αυξήθηκε από 500.000 το χρόνο το 1947 σε περισσότερα από 9.000.000 ετησίως το 1967.[...]

 

 

 

[...]Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου ενθάρρυνε επίσης τις δαπάνες για τον ελεύθερο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι η κόκα-κόλα έμεινε για δυο δεκαετίες προσκολλημένη στο νικηφόρο σλόγκαν που είχε λανσάρει στη γερμανική αγορά: «Mach mal Pause» (κάνε ένα διάλλειμα) [το μάθαμε και στη Ελλάδα ως «take a break»... όλα στα κλεφτά' στα πεταχτά εσπρέσο και σφίνάκι, όχι ελληνικός -ή φραπέ- και ούζο. Ωφείλεις το μυαλό σου να το έχεις πάντα αλλού και συγκεκριμένα στο να είσαι εργατικός και παραγωγικός ωστε να... (ξανα)κάνεις ένα διάλλειμα.]

 

Το 1948 περίπου 3.100.000 χειρώνακτες εργάτες στη Βρετανία δικαιούνταν δυο βδομάδες άδεια μετ’ αποδοχών’ στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο αριθμός αυτός είχε φτάσει τα 12.300.000 -το σύνολο σχεδόν του χειρωνακτικού εργατικού δυναμικού. Περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ έκαναν διακοπές και ξόδευαν περισσότερα λεφτά σε αυτές.[...]
Όπως αναγνώρισε ο Ο.Η.Ε ανακηρύσσοντας το 1967 «Διεθνές έτος τουρισμού», ο τουρισμός ήταν πια μια βιομηχανία μείζονος σημασίας και η Ευρώπη βρισκόταν στη καρδιά του, καθώς προμηθεύε και υποδεχόταν τον μεγαλύτερο όγκο τουριστών στον πλανήτη [γεγονός καταλυτικό για την Ελλάδα και κύριος άξονας της οικονομικής ''στρατηγικής'' της μέχρι τις μέρες μας].[...]

[Ωστόσο υπήρξαν και αντιδράσεις οι οποίες έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον ως τόπος συνάντησης διαφόρων τάσεων του πολιτικού φάσματος]

[...]Ο Αμερικάνος Πωλ Φασσελ αντιδιέστελλε την προπολεμική καλή πάστα του ευγενικού και ευαίσθητου «ταξιδιώτη» προς τους σύγχρονους βαρβάρους των τουριστικών πακέτων. Στην Theorie de Tourismus, ο Χανς Μαγκνους Εντσμπεργκ έβλεπε τους τουρίστες να αναλώνονται σε μια μάταιη, θεμελιακά αστική αναζήτηση ελευθερίας, μακριά από τον μόχθο της βιομηχανικής κοινωνίας.

 

Αλλιώς, ήταν κι αυτοί μέρος εκείνης της «φυγής από την ελευθερία», η οποία πρόδιδε, σύμφωνα με τον Εριχ Φρομ, τη δεκτικότητα της αστικής τάξης στον φασισμό.
Αυτές οι άκρατες επιθέσεις εντάσσονταν σε μια πολύ ευρύτερη επίθεση ενάντια στον νέο καταναλωτισμό, η οποία ένωνε τους πάντες, από καθολικούς κληρικούς, θορυβημένους από την απειλή «κατά της οικογένειας και της ηθικής τάξης», μέχρι υψηλόφρονες μαρξιστές όπως ο Παζολίνι, που περιφρονούσαν τον φετιχισμό των εμπορευμάτων. Στην Ισπανία του Φράνκο οι συντηρητικοί θεώρησαν ότι η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1960 διάβρωνε την «Οργανική Δημοκρατία» τους [βλέπετε όλα τα φυντάνια της νεωτερικότητας για την δημοκρατία κόπτονται και την έχουν σαν λάβαρο], παρασύροντας τους νέους « τηλεμανεις καταναλωτές» μακριά από τις παλιές Ρωμαιοκαθολικές αξίες. Ακόμα όμως και στις γνήσιες [λέμε τώρα...] δημοκρατίες, οι δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις του «οικονομικού θαύματος» γεννούσαν όχι μόνο ικανοποίηση αλλά και ανησυχία. Ο Τζορτζο Μποκκα στο βιβλίο του La scoperta dell’ Italia (1963 Η ανακάλυψη της Ιταλίας) περίγραφε την «Ιταλία του μπουμ... Μεταμορφωμένη, υπνωτισμένη από την ευημερία».
Ο καταναλωτής -ένα παθητικό, κομφορμιστικό αντικείμενο εμπορικών πιέσεων- φαινόταν να έχει πάρει τη θέση του ενεργού πολίτη που είχαν φανταστεί οι κοινωνικοί θεωρητικοί της δεκαετίας του 1940. τώρα -σ’ αυτόν τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της έρευνας αγοράς και των τηλεοπτικών διαφημίσεων- ίσως ούτε καν οι επιθυμίες των ανθρώπων να μην ήταν πραγματικά δικές τους. Σύμφωνα με τους πρώιμους θεωρητικούς του καταναλωτισμού, που συγκεντρώνονταν γύρω από τη μαρξιστική σχολή της Φρανκφούρτης, η νέα «μαζική κοινωνία» επέτρεπε στις δυνάμεις του συγχρόνου καπιταλισμού να εκμεταλλεύονται την «ψευδή συνείδηση» [αλήθεια ποια είναι η μη ψευδής;...] των καθημερινών ανθρώπων. Όπως το έθεταν οι αριστεροί ελιτιστές με την ευρεία επιρροή, οι ίδιες εκείνες μάζες που πριν τον πόλεμο είχαν παραιτηθεί από την ίδια τους την κρίση για να ακολουθήσουν τον Χίτλερ συνέρρεαν τώρα αλόγιστα και αγεληδόν στα καταστήματα.[...]

[ίχνη αλήθειας υπάρχουν σε πολλές προοπτικές, όχι σε μια.]

[...]Οι Γερμανοί σχολιαστές είχαν ιδιαίτερη επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευαν σε μια κοινωνία η οποία είχε περάσει από το ένα άκρο -του πολιτικού φανατισμού και της βίας- στην παθητικότητα και τη απάθεια. Μια κοινωνία που σπαρασσόταν από τους ταξικούς αγώνες, έμοιαζε τώρα να έχει αποκοιμηθεί. Ο Καρλ Μπραχερ εφιστούσε την προσοχή στην «επίφοβη εικόνα μιας γυμνής τεχνοκρατίας», που οδηγούσε σε μια «αυταρχική ανασύνθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» [επίκαιρο...].
Χωρίς ενεργούς πολίτες, η Ευρώπη θα εκφυλιζόταν σε μια «αυτάρεσκη ειδημονοκρατία» [ειδήμονες!;... υπάρχουν τέτοιοι εις τας δημοκρατικάς Ευρώπας; Είναι δυνατόν;! Αποκλείεται... αφού οι διαφωτιστές την αυθεντία δεν ήθελαν να καταπολεμήσουν; ο Κάντ δεν ήταν αυτός που έγραφε: «Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και υπεύθυνος, πηγή της αυτονομίας του, εφόσον αποφασίζει ο ίδιος κριτικά αν πρέπει ή όχι να υπακούσει σε κάποιον ηθικό κανόνα.» Ποιά αυτονομία ρε Κάντ, αφού έχουμε τους «ειδικούς»], που θα εναπόθετε όλη της την πίστη σε διαχειριστικές λύσεις. Ο Γιουργκεν Χαμπερμας τόνιζε ότι η τεχνική και η επιστήμη είχαν γίνει οι ίδιες ένα είδος ιδεολογίας, «η οποία εισχωρεί στη συνείδηση της αποπολιτιικοποιημένης μάζας του πληθυσμού». Οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες που χαιρέτιζαν το «τέλος της ιδεολογίας» [για τα δικά τους συμφέροντα] αναφέρονταν στην ιδία διαδικασία, αλλά με πιο θετικό τόνο.

Αν η πρόθεση των Αμερικανών ήταν να απονευρώσουν τις ταξικές εντάσεις στη δυτική Ευρώπη με την «πολιτική της παραγωγικότητας», στη δεκαετία του πενήντα, έμοιαζε να το έχουν πετύχει. Έρχεται στο νου ο Αμερικάνος αξιωματούχος στην Ιταλία του 1947, που υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να πετύχουν οι Ιταλοί μια κατάσταση ευημερίας και εσωτερικής γαλήνης προτού αρχίσουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των κορνφλεικς και των τσιγάρων απ‘ ότι για τις ιδιαίτερες ικανότητες των πολιτικών τους ηγετών» [ναι, δεν είναι μόνο οι κάτοικοι αυτής της χώρας -όπως προβάλλεται- άθλια και καθυστερημένα, δίχως κρίση καταναλωτικά απολιτίκ οντά -λόγω κάποιας ''βαρβαρικής'' και ''απολίτιστης'' καταγωγής και κουλτούρας-, είναι και άλλοι, απλά εμείς βρισκόμαστε με κάποια καθυστέρηση εκεί που βρέθηκαν νωρίτερα τα πολιτισμένα όντα, και αυτή είναι η μόνη -το τονίζω, η μόνη- ένσταση ορισμένων! Πως δεν τρέχουμε αρκετά γρήγορα ώστε να φτάσουμε το επίπεδο ακρισίας των άλλων].
Είχε άραγε πραγματοποιηθεί πλέον η ευχή του [Αμερικανού αξιωματούχου]; Είχε εγκαταλείψει με την σειρά της την πολιτική η δυτική Ευρώπη και είχε μετατραπεί σ’ αυτήν την κοινωνία των «ευτυχισμένων σκλάβων» που πολλοί Γάλλοι [τους οποίους αποκαλούν σωβινιστές ορισμένοι επειδή δεν είναι αρκετά Αγγλοσάξονες] αντιαμερικανοί διέκριναν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.[...]

 

 

 

[Οι δύο πιο πολιτικοποιημένοι λαοί της Ευρώπης -άσχετα με τα εκάστοτε συμφέροντα των ελίτ τους- διακατέχονται από έναν αντιαμερικανισμό, τι να κάνουμε... όσοι μιλούν για ''άκριτο και συμπλεγματικό'' αντιαμερικανισμό είναι γνωστό σε ποια κολέγια σπούδασαν και με ποια ιδεώδη έχουν ανδρωθεί -αν και υπό μια έννοια έχουν δίκιο καθώς μέσω του αντιαμερικανισμού καταφέρνουν να παραμένουν αόρατοι (όπως σχεδόν πάντα) τα αδέρφια ή πρωτοξάδερφα τους, οι Άγγλοι. Δεν σας κάνει εντύπωση πως ''κακοί'' είναι κατά καιρούς οι σωβινιστές Γάλλοι, οι επικίνδυνοι Γερμανοί, οι βάρβαροι Ρώσοι, οι άβουλοι Αμερικανοί και ένα σωρό άλλοι, μα ποτέ κανείς δεν μιλά για αυτούς που διαμόρφωσαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τους τελευταίους αιώνες τις αξίες μας, την κοινωνική και οικονομική μας οργάνωση;... Για αυτούς που έχουν βάλει χέρι -το αόρατο χέρι της αγοράς άραγε;- στο μισό πλανήτη;... Για την προσπάθεια Αγγλοσαξονοποίησης και πιο πρόσφατα την Αμερικανοποίηση της Ευρώπης -αλλά και του κόσμου- θα χρειαστεί να κάνω ξεχωριστή ανάρτηση μιας και είναι θέμα που απασχολεί σε χρόνο ενεστώτα...

Υπάρχουν βέβαια παραδόσεις και κουλτούρες στον πλανήτη που κουβαλούν κληρονομιά αιώνων και χιλιετιών και στις οποίες ο -προερχόμενος από τον μέτριο και επίπεδο Βορρά- κυνηγημένος από τους θρησκευτικούς πολέμους και τη θρησκευτική καταπίεση στην Ευρώπη άποικος, που το μόνο πνευματικό δημιούργημα που κουβαλούσε μαζί του στην Νέα Αγγλία ήταν η Βίβλος, δεν μπορεί να τους πει και πάρα πολλά... ούτε να τους νουθετήσει, και αυτό όσοι δεν το καταλαβαίνουν τώρα, θα το καταλάβουν πολύ καλά τα χρόνια που έρχονται.
Η Αμερικανική ταυτότητα -μιας και τόσο πολύ τους αρέσει να μιλάνε για ταυτότητες- έχει δομηθεί με κυρίαρχο συστατικό της την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον (εκδιωγμένο) άποικο από την μια και τον προσκυνητή-ιεραπόστολο από την άλλη (εξού και οι pilgrim fathers που έγιναν founding fathers). Η Αμερικανική δημοκρατία σαν μια μυθική ιεραποστολή και η έννοια του «εκλεκτού λαού» που έχει ως αποστολή να απελευθερώσει και να λυτρώσει ολόκληρο τον πλανήτη από τα δεινά του, δρα σαν ηθικό-ιδεολογικός μανδύας νομιμοποίησης για την εξάπλωση της ηγεμονίας των Η.Π.Α και αποτελεί κυρίαρχο υπόβαθρο στην Αμερικάνικη πολιτική σκέψη. Εννοείτε πως μιλώ για το θεμέλιο και για τάσεις που κυριαρχούν, βεβαίως υπάρχει και μια ''άλλη Αμερική'' για παράδειγμα, αλλά ξέρετε… «βαθύ κράτος» μπορεί να υπάρχει και σε ορισμένα πουριτανικά κέντρα εντός Αμερικής, όχι μόνο σε άλλα κράτη... για την Αγγλία δεν θα γράψω αυτή τη στιγμή... Long live the Queen!]

 

[Γίνεται πλέον κουραστική αυτή η τεχνητά κατασκευασμένη αίσθηση κακομοιριάς, πως εντός των κοινωνιών διαβιούν α-ασθενικά, άβουλα τιποτένια ανορθολογικά ανθρωπάκια δίχως δύναμη και θέληση για να υπάρχουν, να θέτουν τα νοήματα τους, να διαμορφώνουν τις ζωές τους, να κατασκευάζουν τα δημιουργήματα τους. Και δεν μιλώ μόνο για όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές σε αυτή τη γλώσσα, αλλά και για άλλες γλώσσες, άλλες παραδόσεις, γιατί κάποιος που μελετά και εκτιμά έναν πολιτισμό στον οποίο θεωρεί πως μετέχει, εκτιμά και άλλους πολιτισμούς (και όχι όλους τους πολιτισμούς επειδή ''όλοι είναι ίσοι''), γιατί γνωρίζει πολύ καλά, για λόγους που ένας ιδεολόγος του εξισωτισμού δεν θα καταλάβει ποτέ, πως δεν υπάρχουν αποτυχημένες κοινωνίες -άσχετα με το ποιές ο ίδιος νιώθει περισσότερο του γούστου του.

Άλλωστε ένα είναι αυτό που μας ενώνει και μας εξισώνει άπαντες. Ο Θάνατος. Όλα τα άλλα είναι παραμύθια ηθικο-ιδεολόγων που προσπαθούν η δική τους ηθική να επικρατήσει ως πανανθρώπινη και να έχουν το πάνω χέρι. Ο επικείμενος θάνατος όλων των ανθρώπων θα μπορούσε να είναι το μόνο, δίχως σκοπιμότητες και συμφέροντα, κοινό θεμέλιο των ανθρώπων σε όλη την οικουμένη. Ειρωνικό; τραγικό; μάταιο;... ενδεχωμένος για αυτό και να θεωρούνται αυτές οι λέξεις ''υψηλές''. -ίσως, λέω ίσως να υπάρχουν και κάποια ακόμα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κοινά θεμέλια, τα οποία δεν τα αναφέρω μήπως και πιάσει κρίση ειλικρίνειας τους ηθικιστές και τα ξεστομίσουν.

Ίσως λοιπόν, αν είναι δυνατόν να αναφέρει κάποιος το πρόθεμα (ίσο-) δίχως να το μετατρέπει σε καραμέλα (και το οποίο πρόθεμα δεν υπάρχει απο μόνο του παρά σε σχέση με κάτι -τείνουν να το ξεχνούν αυτό- και είναι σημαντικό, ξέρετε ποιός ορίζει αυτό το κάτι και τι μηχανισμοί ελέγχου υπάρχουν απέναντι σε αυτόν, μια χαρά τα έχουμε ακούσει, ''όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο Θεο'' μόνο που κάποιοι ήταν αντιπρόσωποι του Θεού επι της γής... και πιό ''ίσοι'' απο κάποιους άλλους.) να είναι και δυνατόν να σέβεται και τη ζωή των διαφόρων ανθρώπων και των δημιουργημάτων τους ειλικρινά και όχι επειδή ''είναι λογικό'' ή επειδή ο εξισωτισμός είναι politically correct, και ίσως ακόμα να είναι δυνατόν να ενδιαφέρεται να γνωρίσει στο μέτρο του δυνατού τον τρόπο που συλλαμβάνουν τον κόσμο και τα ανθρώπινα, όχι σαν ορισμένους πολύ, μα πάρα πολύ πολυπολιτισμικούς που οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ιδέα -ούτε τους νοιάζει να έχουν την παραμικρή ιδέα- από άλλες κουλτούρες παρά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εξισώνουν και να εξομοιώνουν -αλήθεια με βάση ποιες αξίες;... ποια ηθική;...

Γιατί ο κύριος Michio Morishima στο βιβλίο του ''Why Has Japan 'Succeeded'? Western technology and the Japanese ethos'' διαχωρίζει τον Δυτικό καπιταλισμό απο το Ιαπωνικό ήθος (βλ. ηθική, αξίες, τρόπος ζωής, χρηστά πολιτικά ήθη);...]

 

«Όταν όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται με παρόμοιο τρόπο, κανένας δεν σκέφτεται ιδιαίτερα πολύ.»
Walter Lippmann.

[Γενικότερα αυτό που είναι χαρακτηριστικό στους ιδεολόγους του εξισωτισμού και της εξομοίωσης - πέρα του ότι οι περισσότεροι απο αυτούς νομίζουν πως τα ανθρώπινα άρχισαν στα τέλη του 18ου ή στα μέσα 19ου αιώνα και παρουσιάζουν την τυποποίηση ως ''ισότητα''...- είναι η παντελής άγνοια που τους διακατέχει πάνω στους πολιτισμούς και στην απίστευτη ποικιλομορφία τους. Πέρα από ανιστόρητοι (γιατί ιστορία δεν είναι ποιος είναι ο «καλός» -αυτό είναι νομιμοποίηση με βάση κάποια σκοπιμότητα- και σε ποια χρονολογία συνέβη το τάδε γεγονός) είναι και απολίτιστοι. Τσουρουκάδες, όπως λένε στα χωριά, που μπήκαν απότομα σε ''σπουδαστήρια'' και σαλόνια, που φόρεσαν γιλέκα, σακάκια και γραβάτες, και χώρεσαν παραδόσεις και δημιουργήματα των ανθρώπων στο πέρασμα των αιώνων σε αριθμούς, που βλέπουν των άνθρωπο ως συντελεστή εργασίας και παραγωγής. Αυτοί οι μέτριοι και η υποτιθέμενη απελευθερωτική εξουσία τους.

Το δόγμα της κυρίαρχης εξουσίας του οικονομικού φιλελευθερισμού που επιμένει να κρίνει απαντά τα κοινωνικά γεγονότα από οικονομική σκοπιά, παρεισεφρυσε και στην κυρίαρχη αντιεξουσια του μαρξισμού, με τη μορφή του αξιώματος -για να το εκφράσω ξανά με άλλα λόγια- ότι η οικονομία αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό και ιδεολογικό ''εποικοδόμημα''. Αυτή είναι η κοινή ομολογία πίστεως του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού, του αστισμού όπως τον αποκαλώ προκλητικά, το πρωτείο του οικονομικού έναντι όλων των άλλων, αλλά κυρίως του πολιτικού -φαντάζεστε αλήθεια να το έλεγαν αυτό στους αρχαίους; θα γέλαγαν μέχρι δακρύων εις τον αιώνα των άπαντα και το πιθανότερο θα ήταν να τους έλεγαν:
Έντάξει ρε παιδιά, από την εξουσία δεν έχουμε βρει τρόπο να ξεφύγουμε, αλλά τόσο δειλοί είστε ώστε να κρύβετε τον εξουσιασμό και τις αποφάσεις σας πίσω από αριθμούς και φανταστικά όντα;... τόσο πολύ ντρέπεστε για τις αποφάσεις σας και τη θέληση σας για ισχύ ώστε να μην τις παραδέχεστε και να τις κρύβετε πίσω από δήθεν επιστήμες, τύπους και νόμους -τους οποίους βέβαια δεν θεσπίσατε εσείς αλλά σας τους έγραψε πάνω σε πλάκες «η» Αγορά και «το» Κεφάλαιο ή τους αναφώνησε «ο» Λόγος (μιας και είσαστε συνεχιστές μιας παράδοσης... ετερονομίας).

Το να θέλεις να λυτρωθείς από την εξουσία μπορεί να είναι θεμιτό -άλλωστε αυτό είναι το κύριο όραμα «μας»- δεν σημαίνει όμως πως είναι θεμιτό να την αποκρύπτεις κιόλας.

Αυτή η πίστη λοιπόν στο πρωτείο του οικονομικού έναντι κυρίως του πολιτικού (με τον όρο πολιτικό δεν εννοούνται τα κόμματα) καθρεφτίστηκε στις ουτοπίες τους οι οποίες θέλουν να υπερβούν την εξουσία' ως μέσο χρησιμοποιούν οι μεν την αγορά, οι δε χρησιμοποίησαν το κράτος, και ας μιλούσαν για «τον» λαό -και ας ήταν αρνητικοί απέναντι στο κράτος όπως είναι και τα αγοραία αδέρφια τους άλλωστε, που μάλλον βρίσκονται σε καλό δρόμο, γεγονός που κάνει κάποιους "αποστάτες" να χαίρονται. Ευαγγελίζονται μια ενοποιητική ηθική αγάπης και βασιλείας... του Άνθρώπου (αλήθεια ποιος θα είναι αυτός ο Άνθρωπος; γιατί τον Θεό τον μάθαμε ποιος είναι. Οι αντι/εκπρόσωποι τους επί τη γης.).
Τα προηγούμενα δεν υπονοούν πως το κράτος είναι ''καλό'' και το όραμα (τους) περί ελευθερίας ''κακό'' –μιας και ζούμε σε εποχές που τα πάντα υπονοούνται-, αλλά πως αποκρύβεται το ποιοί θα είναι κυρίαρχοι και θα έχουν το πάνω χέρι κατά την διαδικασία πραγμάτωσης της ουτοπίας. Είναι εμφανές πως σε αυτό το στάδιο το πάνω χέρι έχουν οι οικονομολόγοι με τις αποφάσεις τους, μιας και αυτοί είναι που ορίζουν δεσμευτικά (για τους άλλους) ποιοι είναι οι νόμοι που πρέπει να ακολουθούν οι κοινωνίες, διαμορφώνουν συμπεριφορές με βάση αυτούς τους νόμους, ασκούν ισχύ και εξουσία στο όνομα της πραγμάτωσης αυτών των νόμων, τουλάχιστον σαν βιτρίνα γιατί οι αποφάσεις δεν είναι δικές τους, παρά αυτοί μονάχα τις νομιμοποιούν (και ίσως κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες διαμορφωτές νόρμας).]

[Και αφού έχουμε γεμίσει αυθεντίες, ας αναφέρω και εγώ μία:

«Αν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τη θεωρία, τότε αλίμονο στα γεγονότα.»
Albert Einstein.

Και για να κάνω και μία παραφράση του ιδίου:
«Το κράτος -και η αγορά- είναι φτιαγμένα για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος -και την αγορά.»]

[Δεν είδα όλους αυτούς τους ισο(φιλελ)ελευθερο-εξισωτικούς οικονομιστές να κόπτονται ιδιαίτερα που] το 1919, οι φιλελεύθερες δυνάμεις ήταν εκείνες που απέκρουσαν την πρόταση της Ιαπωνίας να συμπεριληφθεί στον καταστατικό χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών μια παράγραφος για την ισότητα των φυλών. Ο Αμερικάνικος φιλελευθερισμός [βλέπετε] συνυπήρχε για χρόνια με τον φυλετικό διαχωρισμό... [Θα είχε ενδιαφέρον όσοι αυτοπροβάλλονται ως οι θεματοφύλακες και οι μόνοι εκφραστές –μιας και μας τέλειωσαν οι προηγούμενοι- της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοκρατίας στις μέρες μας να είναι πιο εγκρατείς όταν προσπαθούν να πείσουν όποιον δεν συμφωνεί μαζί τους πως είναι... δεν ξέρω και εγώ τι... και να μην βγάζουν φλύκταινες μόλις τους αναφέρει κάποιος τον Herbert Spencer απο τον βιολογικό-κοινωνικό δαρβινισμό του οποίου έχουν διαμορφωθεί απόψεις περί του ανταγωνισμού εντός της αγοράς, αλλά δεν θέλουν ούτε να τον ακούν και επιμελώς αποφεύγουν τις πολλές κουβέντες για αυτόν. Η αυθεντία του Δαρβίνου δεν αμφισβητείται, όχι μόνο για τον λόγο πως έδωσε ένα γερό ράπισμα στους Θεοκεντριστές, αλλά και για άλλους λόγους...].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Ούτε τους είδα αυτούς τους δήθεν πολιτισμικούς δημοκράτες να τους νοιάζει και να αναδεικνύουν κάτι πρωτόγνωρο, την συμμαχία –προσέξτε χώρες παρακαλώ- ανάμεσα σε Η.Π.Α, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ιαπωνία για να αποικίσουν κάποιους -που τώρα όλοι τους φοβούνται- και που από τα πλέον επίσημα χείλι είπαν πως είναι ''προϊόν του παρελθόντος το διεθνές νομισματικό σύστημα'', στο οποίο κυριαρχεί το αμερικανικό δολάριο... -Νομίζετε πως αυτά (και όχι μόνο αυτά) οι Κινέζοι τα έχουν ξεχάσει;... Βέβαια θα πράξουν όπως πράττουν όλοι, δηλαδή με βάση τα συμφεροντά τους , αλλά αυτή η φωτογραφία θα είναι ανεκτίμητης σημασίας υπενθύμιση...
Κάτι τέτοια γεγονότα καλό είναι βέβαια να τα ξεχνάμε και να τα αφαιρούμε από τα εγχειρίδια ιστορίας γιατι οδηγούν σε μισαλλοδοξία και εντάσεις και εμείς θέλουμε να προωθείται η συνεργασία των ''πολιτών'' και των αγορών. Και κάπως έτσι χάνονται σπουδαία διδάγματα ιστορίας και σκορπίζονται στους πέντε ανέμους της ευτυχίας και της -προβαλλόμενης ως- συναδέλφωσης των ''λαών''.]

 

[Ούτε επίσης τους είδα να αναφέρουν για μια άλλη διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτή που ψήφισε ο Οργανισμός της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης στο Κάιρο το 1990. Γιατί;... και για να προλάβω ορισμένα αυτονόητα που ακούω συχνά... δεν ξεχνώ τόσο εύκολα πως η ''Δύση'' συνέβαλε -για τα δικά της συμφέροντα που είχαν σχέση με την δημιουργία αναχώματος προς τη σοβιετία και για τα πετρέλαια της περιοχής- στη ριζοσπαστικοποίηση και την άνοδο του ισλαμικού φονταλενταλισμού, δίχως βεβαίως τα προηγούμενα να σημαίνουν πως οι μουσουλμάνοι είναι οι «καλοί». Άλλωστε το ίδιο κολπάκι χρησιμοποιoύν και οι δύο, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι απέναντι στην Κίνα -αλλά και μεταξύ τους. Και οι δύο έχουν διακηρύξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φαντάζεστε πως τις χρησιμοποιούν; Σαν εργαλείο άσκησης πίεσης. Πριν λίγο καιρό έκανε δήλωση ο Ερτογάν για την καταπίεση που δέχονται οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στα Κινέζικα εδάφη, η Δύση από την πλευρά της ασχολείται με την αυτονομία του Θιβέτ. Έχουμε και μια συμπάθεια εμείς οι ορθολογιστές δυτικοί προς ένα είδος new age ΧριστιανοΒουδισμού -ίσως να αποδειχθεί χρήσιμος στο μέλλον εξυπηρετώντας τα οικονομικά μας συμφέροντα και τη διαμόρφωση του ανθρωπολογικού (ή μήπως πρεπει να γράψω ατομικιστικού;) τύπου που θα μας φανεί επίσης χρήσιμος... Βέβαια, γίνομαι λίγο δεικτικός με «την» Δύση μιας και οι άνθρωποι και τα θρησκεύματα τους, οι πολιτισμοί τους, τα έθνη και οι τάξεις τους –ότι προτιμά ο καθένας- δεν είναι μονολιθικές κατασκευές παρά έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα με τεράστια ποικιλομορφία στο εσωτερικό τους (για τις ελίτ και τους «ειδημονές» τους άραγε ισχύει το ίδιο;)' για κάποιους αυτό σημαίνει πως θα έχουν σε πλανητικό επίπεδο τη δυνατότητα να συνεργαστούν, για κάποιους άλλους πάλι πως θα έχουν σε πλανητικό επίπεδο τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν τους συσχετισμούς κατά όπως τους συμφέρει. Το τελευταίο συνηθίζεται από τους ισχυρούς.]

[Δεν θα επεκταθώ άλλο στο συγκεκριμένο θέμα, αν και πολύ θα το ήθελα, το αφήνω εδώ, είναι εμφανές πως λόγω εξελίξεων θα επανέλθω.]

 

[...]Στη δεκαετία του 1950 η ομογενοποιήση των τύπων ζωής πέρα από εθνικά και κοινωνικά σύνορα σηματοδοτούσε για πολύ κόσμο μια απώλεια ταυτότητας [την οποία φρόντισαν μέσω των cultural studies, των επονομαζόμενων πολιτισμικών σπουδών οι οποίες καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην Αγγλία και την Αμερική -ω, τι τυχαίο πραγματικά!;...- να μας την προσφέρουν ανάμεσα σε άλλα] και την εξέλιξη προς ένα τυπικά αμερικανικό μοντέλο κοινωνίας. Αφού η μαζική κατανάλωση ήταν αμερικάνικη επινόηση, μήπως η εξάπλωση του αυτοκινήτου, της κόκα-κόλα και της τηλεόρασης προοιωνιζόταν το τέλος της Ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας;[...]

 

 

 

 

 

[...]Για τους περισσότερους Αμερικανούς διαμορφωτές πολιτικής ο εξαμερικανισμός ήταν πράγματι ο στόχος. Με άλλα λόγια, θεωρούσαν ότι οι Η.Π.Α παρείχαν ένα μοντέλο για την επίλυση των κοινωνικών και οικονομικών συγκρούσεων, που έπρεπε ει δυνατόν να εφαρμοστεί πιστά στη δυτική Ευρώπη: αυτή ήταν η πεποίθηση που εμψύχωνε την εκστρατεία της παραγωγικότητας, την προώθηση του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού [ομοσπονδίας] και του ελεύθερου εμπορίου και την υπεράσπιση νέων τύπων τεχνολογίας (όπως η τηλεόραση) και μάρκετινγκ (επιστημονικού μάνατζμεντ, επιθετική διαφήμιση).
Πόσο βαθιά όμως είχαν μπει σ’ αυτόν τον νέο κόσμο οι Ευρωπαίοι; Οι διαμαρτυρίες τους ήταν οπωσδήποτε αρκετά ηχηρές. Η αμερικάνικη ηγεμονία προκαλούσε έναν αυξανόμενο αντιαμερικανισμό, ιδίως στη Γαλλία [τον κατά κανόνα πιο πολιτικοποιημένο λαό της Ευρώπης μετά τους Έλληνες -αν και εκ/καταναλωθήκαμε (απο το εκπολιτιστήκαμε) με γοργούς ρυθμούς].

 

Από την άλλη πλευρά της Μάγχης, οι Βρετανοί, που έπαιζαν τους Έλληνες απέναντι στους Ρωμαίους της Ουάσινγκτον, ένιωθαν και αυτοί διχασμένοι ανάμεσα στην ταπείνωση και στην περηφάνια για την υπαγωγή τους στην «ειδική σχέση» [όχι πως δεν συνέβαλαν και δεν συμβάλουν τα μέγιστα σε όλη αυτή την προσπάθεια αγγλοσαξονοποιησης της Ευρώπης].
Ωστόσο ο αντιαμερικανισμός ήταν πολύ ασθενέστερος στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας, μεταξύ αυτών που απολάμβαναν τις νέες λαϊκές κουλτούρες, απ’ ότι στους διανοούμενους και τους υπερασπιστές της παλιάς υψηλής κουλτούρας. Ήταν επίσης πιο αδύναμος στις χώρες που είχαν χάσει τον πόλεμο (Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία) απ’ ότι σε εκείνες που πίστευαν ότι τον είχαν κερδίσει.[...]

 

 

 

Τη δεκαετία του 1960 μια νεότερη, πιο εξαστισμένη Ευρώπη απέκτησε συνείδηση των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών που είχαν συντελεστή μετά τον πόλεμο και απαίτησε από την πολιτική και το δίκαιο να παρακολουθούν τις εξελίξεις.[...]
Μια πιο κινητική κοινωνία, λιγότερο προσηλωμένη στην παράδοση, αναδυόταν, η οποία ήθελε να υπάρξει πραγματική ελευθερία στον Ελεύθερο Κόσμο [όπως αυτοονομάστηκε] και δεν δεχόταν να βλέπει άλλο τις εκκλήσεις για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις να επισύρουν πάνω τους την ρετσινιά της κομμουνιστικής ανατροπής.[...]

[...][Εκείνη την περίοδο] το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία είχε για αιχμή του δόρατος την αυξανόμενη συναίσθηση ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι κοινωνικά και οικονομικά υποτελείς. Μπορεί τα συντάγματα να υπόσχονταν ισότητα σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτου φύλου, αλλά οι ισχύοντες ποινικοί κώδικες συχνά μεταχειρίζονταν τις γυναίκες πολύ διαφορετικά από τους άνδρες... Οι σύζυγοι μπορούσαν να απαγορεύσουν στις συζύγους τους να αναζητήσουν εργασία έξω απ’ το σπίτι και οι πατεράδες διατηρούσαν απόλυτη εξουσία πάνω στα παιδιά. Στην [ιδανικών οικονομικών συνθηκών] Ελβετία μάλιστα οι γυναίκες έπρεπε να περιμένουν ως τη δεκαετία του 1970 ακόμη και για το εκλογικό τους δικαίωμα. Στη Γαλλία πολλές γυναίκες δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν δικό τους τραπεζικό λογαριασμό.[...]

Το κίνημα της γυναικείας χειραφέτησης είχε από πολλές απόψεις οπισθοδρομήσει σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1920 [Πως είναι δυνατόν να οπισθοδρομήσει;... αφού οι κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις στη Δύση αποτελούν εδραίες κατακτήσεις της ανθρωπότητας, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν… και η Πρόοδος είναι αιτιοκρατικά προσδιορισμένη γραμμική ανοδική πορεία –συσσώρευσης- προς τη... λύτρωση;... εξ ου και ἀτελεύτη. Αμήν!]. Οπωσδήποτε, στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν κυριαρχούσαν ο φόβος της εθνικής παρακμής λόγω μείωσης του αριθμού των γεννήσεων και ο φόβος της μαζικής ανεργίας, τα δικαιώματα των γυναικών είχαν υπονομευθεί. Ακόμα και η σοβιετική Ρωσία, που είχε δώσει στις γυναίκες πρωτοφανή νομική ισότητα μετά το 1918, ανέκρουσε πρύμναν και επανήλθε στην ιδεολογία της μητρότητας, στα μέσα της δεκαετίας του 1930[...].

Παρ’ όλα αυτά, το ρεύμα γύριζε υπέρ της μεταρρύθμισης, καθώς στρατιές κοινωνικών σχολιαστών και ψυχιάτρων ανακάλυπταν το τίμημα της απομόνωσης στο σπίτι κι αυτό που οι Γάλλοι ονόμαζαν «σύνδρομο της Μαντάμ Μποβαρύ»[...].
Οι αλλαγές στα σεξουαλικά ήθη (κυρίως χάρη στο χάπι, που έφτασε στη δυτική Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 1960) και η εμφάνιση μιας γενιάς που διακρίνονταν από μια νέου τύπου ανεξαρτησία και προσέβλεπε σε ανώτερες σπουδές και επαγγελματική αυτονομία ήταν προάγγελοι νομοθετικών μεταρρυθμίσεων του τέλους της δεκαετίας[...].
Συνολικά, οι αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση και ισότητα έδειξαν πόσο βάσιμη ήταν η κριτική που είχε ασκήσει ο Καλαμαντρει στη μεταπολεμική δημοκρατία: οι τυπικές εγγυήσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν σήμαιναν και πολλά χωρίς παράλληλη πολιτική δράση για την υλοποίηση τους[...].

Όπως τόσο συχνά συμβαίνει, για να αρχίσουν οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε πρώτα να αποκαλυφθεί το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που υπόσχονταν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και σ’ αυτό που πράγματι παρείχαν.
Τίποτε δεν αποκάλυψε τόσο τη συνέχιση του αυταρχισμού στη μεταπολεμική συντηρητική πολιτική σκηνή της Ευρώπης όσο ο πόλεμος των γενεών που ξέσπασε στη διάρκεια της οικονομικής έκρηξης. [τι είδαν βέβαια τα μάτια αυτών των ανθρώπων][...]

[...]Ένα νέο μέτωπο άνοιξε, ανάμεσα στους ενήλικες, που είχαν περάσει από τον πόλεμο και στα παιδιά τους. Το μέτωπο αυτό το τροφοδοτούσε η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Η αυθεντία της παλιάς γενιάς πάνω στη νέα απειλείτο από την εμφάνιση μιας ξεχωριστής νεανικής κουλτούρας, που βασιζόταν στον τετραπλασιασμό του εισοδήματος των εφήβων από το 1938 ως το 1960. οι νέοι –περισσότεροι από ποτέ άλλοτε, χάρις στο μεταπολεμικό μπειμπι μπουμ- ήταν περιζήτητοι στους εργοδότες και τους λιανέμπορους. Εκείνο που έκανε τους σχολιαστές της δεκαετίας τους 1950 να απορούν και ν’ ανησυχούν ήταν ότι η αυξανόμενη αφθονία έμοιαζε να συνοδεύεται από μια νέα βία και ανομία. Στη Γερμάνια αυτό ονομάστηκε «εγκληματικότητα της ευημερίας» (Wohlstands kriminalitat)[...].

Ένας παρατηρητής της «εξεγερμένης νεολαίας» συνέδεσε αυτές τις τάσεις με την αποσύνθεση των παλιότερων κοινωνικών κανόνων [οι κοινωνίες δεν είναι παγωμένες, στατικές οντότητες και ιδέες στα μυαλά ορισμένων, αλλά ρευστές, ενεργές πραγματικότητες και επαφές μεταξύ ανθρώπων]: από τη μια, η εργατική τάξη διαλυόταν’ από την άλλη, η «μπουρζουαδικη εποχή» της κυρίαρχης μεσαίας τάξης έδινε τη θέση της σε μια ευρύτερη μαζική κουλτούρα [η οποία δεν διαμορφώνεται μόνη της, αλλά από μια βιομηχανία παραγωγής lifestyle και διαφόρων αξιών προς κατανάλωση θα προσθέσω εγώ]. Ορισμένοι νέοι της εργατικής τάξης μπορούσαν ν’ ανεβούν κοινωνικά μέσα σ’ αυτό το σκηνικό’ άλλοι όμως περιθωριοποιούνταν περισσότερο απ’ ότι πριν.

 

[...]Οι ταραχές του 1968 έδειξαν ότι κάποιοι είχαν βιαστεί πολύ να ξεγράψουν το ταξικό ακτιβισμό[...]. Στην Ιταλία και στη Γαλλία το αποτέλεσμα ήταν ότι οι διαμαρτυρίες χιλιάδων φοιτητών ενισχύθηκαν γρήγορα από ένα απεργιακό κύμα με το οποίο εκατομμύρια συνδικαλιζόμενοι απαίτησαν ένα πιο δίκαιο μερίδιο στη κοινωνία της ανάπτυξης.
Αν όμως οι φοιτητές ήθελαν να καταργήσουν τον καπιταλισμό, ο στόχος των εργατών ήταν αντιθέτως να απολαύσουν περισσότερα από τα κέρδη του. Είχαν λοιπόν αποκλίνοντες στόχους, και δεν είναι περίεργο ότι, από τη στιγμή που τα συνδικάτα είχαν πετύχει τα περισσότερα αιτήματα τους, οι ελπίδες για μια διαρκέστερη συμμαχία φοιτητών – εργατών γρήγορα έσβησαν.

 

Η εργατική τάξη δεν ήταν πια επαναστατική[...] [όπως δεν ήταν και η ιδεολογία της, η οποία μπήκε σε μια λογική σέκτας-αίρεσης για την ορθή ερμηνεία, προσαρμόστηκε στην εποχή της παίζοντας έναν ιστορικό ρόλο, συστηματοποιήθηκε και παγιώθηκε γινομένη ιδεολογία μιας επίσημης ιεραρχίας (Κράτος, κόμμα κ.λπ) και τέλος μετατράπηκε σε δόγμα –ακριβώς δηλαδή όπως και ο Χριστιανισμός, μόνο που ο Χριστιανισμός επιζεί ως ιδέα και θεσμός εδώ και περίπου 1500 χρόνια, παρά την μη πραγμάτωση της πανανθρώπινης αγάπης ή της Βασιλείας του Θεού. Το γεγονός αυτό μπορεί να προβληματίσει όσους αποδίδουν την κατάρρευση του κομμουνισμού στο γεγονός της μη πραγμάτωσης των μεσσιανικών του επαγγελιών, άλλωστε ούτε η φιλελεύθερη ουτοπία έχει πραγματωθεί, γεγονός που διόλου δεν την εμπόδισε να έχει πρωτεύοντα ιστορικό ρόλο και αυτός δεν είναι άλλος παρά η κινητοποίηση ανθρώπων για τους σκοπούς της και μετά την κοινωνική επικράτηση των εκπροσώπων της, η επιβίωση της με τη μορφή ιδεολογίας προς νομιμοποίηση υπαρκτών θεσμών].

 

[Η μετριότητα του δυτικού, είτε ως Χριστιανού, είτε ως κρυπτοχριστιανού (δηλαδή εκκοσμικευμένου, που δήθεν απεχθάνεται οτιδήποτε θρησκευτικό) έγκειται στο ότι χρειάζεται μια ιδεολογία για να αγαπήσει τα ανθρώπινα -το ίδιο συμβαίνει και με την φύση]

[...] Ορισμένοι διανοούμενοι [το αιώνια αυτό ελιτίστικο παράσιτο κεκαλυμμένης αυθεντίας της νεωτερικής διαφωτισμένης Ευρώπης που αναπαράγεται στις ιεραρχίες των πανεπιστημίων] δεν άργησαν να διακρίνουν τα σημάδια μιας κρίσης της «μεταμοντέρνας εποχής», και οπωσδήποτε, σε σχέση με την αισιόδοξη ευημερία των δεκαετιών του 1950 και του 1960, η αντίθεση ήταν χτυπητή. Πόσο βαθιά όμως ήταν η ρήξη με τις προηγούμενες δεκαετίες; Παρά την αύξηση της ανεργίας και την οικονομική αστάθεια, δεν υπήρξε επιστροφή στη δεκαετία του 1930.

 

[...]Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τόσο οι εργατοπατέρες όσο και οι τρομαγμένοι συντηρητικοί αντίπαλοι τους έπεσαν στη παγίδα να υπερτιμήσουν την πολιτική ισχύ του εργατικού κόσμου [και έτσι κάποιοι άρχισαν να ψάχνουν το περίφημο ''επαναστατικό υποκείμενο'' όπως το αποκαλούν στις σαβάνες της Αφρικής, στα πανεπιστήμια και σε ανθρώπους που επέλεξαν -λόγω συνθηκών στις οποίες συνέβαλε η Δύση- να εγκαταλείψουν τον τόπο τους...].

Το 1964 το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel αφιέρωσε το εξώφυλλο του σ’ έναν Πορτογάλο εργάτη ονόματι Αρμαντο Ροντριγκεζ, ο οποίος χαιρετίστηκε ως ο εκατομμυριοστός «εργάτης μετανάστης» που μπήκε στη χώρα, με επίσημη υποδοχή στην Κολωνία και μ’ ένα μοτοποδήλατο για δώρο. Ήταν μια εποχή οπού οι μετανάστες ήταν καλοδεχούμενοι και θεωρούνταν απαραίτητοι για την συνέχιση της ευημερίας.
Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός διψούσε για εργατικά χέρια και απαιτούσε κινητικότητα από τους ανθρώπους.[...]

[...]Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η εντυπωσιακή αυτή περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας –μια εποχή πρωτοφανούς πολιτικής σταθερότητας σε σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες- τερματίστηκε απότομα. Ένα αίσθημα κρίσης και δυσφορίας κατέλαβε τη Δύση, οι δε εντάσεις ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο επανέκαμψαν με ορμή. Τα πετρελαϊκά σοκ αποκάλυψαν πόσο τρωτός ήταν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός απέναντι σε εξωτερικές απειλές. Η ανάπτυξη έπαψε ν’ αντιμετωπίζεται ως αδιαμφισβήτητο αγαθό και επισημάνθηκαν οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι. Η πλήρης απασχόληση [οι φιλελεύθεροι έχουν μια τρομερή ευχέρεια στο να μετατρέπουν όρους κατά όπως τους συμφέρει, έτσι η εργασία γίνεται απασχόληση και τα άτομα με ειδικές ανάγκες μετονομάζονται σε άτομα με ειδικές ικανότητες, όλα αυτά τυπικά φυσικά, στην ουσία δεν αλλάζουν και πολλά, παρά κυρίως στις λέξεις οι οποίες βέβαια επηρεάζουν τη σκέψη ανθρώπων] έγινε απλή ανάμνηση και νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη ήρθε στη μόδα.
[...]Τη δεκαετία του 1970 ο πληθωρισμός μετεξελίχθηκε από τεχνικό ζήτημα της οικονομικής επιστήμης [what do you mean επιστήμης;... όπως λέμε θεολογία;...] σε δεδομένο της καθημερινής ζωής και τελικά σε καθοριστικό παράγοντα της ίδιας της πολιτικής. Ο πληθωρισμός εισήγαγε μια νέου τύπου αστάθεια στην οικονομική τάξη και έκανε τον κόσμο να ψηφίζει ως καταναλωτής.

[Με αυτά και με εκείνα ήρθε το κορίτσι στην εξουσία, η σιδηρά κυρία –παραπέμπει στη βασιλομήτωρ ο όρος- για να φέρει μια νέα Elizabethan era, μια new golden age στην οποία θα θριαμβεύσει για μια ακόμα φορά η Αγγλοσαξωνία...
Και μιας και απόψεις περί της ανωτερότητας της αγγλοσαξονικής φυλής δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για όποιον έχει ασχοληθεί με την ιστορία του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, ο Αμερικάνος Milton Friedman είπε να επαναφέρει μια οικονομική θεωρία -την απαρχή της οποίας μπορεί να βρεί κανείς στον στον David Hume- προς χάριν της φίλτατης Αγγλίδας κυρίας η οποία αγάπησε πολιτικά τον Αμερικανό κύριο Ρηγκαν [μεταξύ τους είναι το παιχνίδι συνήθως και δύσκολα ή εύκολα τα βρίσκουν, δεν έχουν πρόβλημα].

 

 

 

Προφανός ο κύριος Ρήγκαν δεκαετίες νωρίτερα μόλις έκανε διαφημιστικά ως ηθοποιός συνέλαβε κάποιο όραμα για τις Η.Π.Α και τον πλανήτη...

 

[...]Με τη νίκη της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979 η νομισματική πολιτική μεταβλήθηκε σε δόγμα και έγινε πυρήνας ενός νέου πιστεύω: του μονεταρισμού. Οι φιλοδοξίες του κράτους έπρεπε να ψαλιδιστούν, ο ρόλος του να περιοριστεί στην ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και στην επίβλεψη της προσφοράς χρήματος. Υποστηρικτές και αντίπαλοι της νέας κυβέρνησης συμφώνησαν ότι επρόκειτο για ιστορική στιγμή -για την αναβίωση του οικονομικού φιλελευθερισμού, μετά από πενήντα χρόνια εξορίας. «Είναι η δεύτερη φορά σ‘ αυτόν τον αιώνα», έγραφε ο Νίκολας Κάντορ, ένας από τους σφοδρότερους επικριτές της Θάτσερ, «που το μονεταριστικό δόγμα γίνεται επίσημο πιστεύω της κυβέρνησης της Βρετανίας».

[νομίζω το τι συνέβη στην Αγγλία εκείνη την εποχή είναι λίγο πολύ γνωστό]

[...]Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο μονεταρισμός εγκαταλείφθηκε σιωπηρά. Η πραγματικότητα είχε θριαμβεύσει ακόμα και επί της κ. Θάτσερ, η οποία από εκεί και πέρα επιδίωξε την εκλογική της επιτυχία με το πολυδοκιμασμένο μέσο μιας καταναλωτικής έκρηξης σχεδιασμένης από την κυβέρνηση [μα είναι δυνατόν να κάνουν και άλλοι παρόμοια πράγματα... τυχαίο θα είναι, δε μπορεί...]

Το θατσερικο πείραμα υπήρξε η πιο συντονισμένη και ιδεολογικά φορτισμένη απόπειρα ρήξης με το μεταπολεμικό στάτους κβο στη δυτική Ευρώπη. Συνέπεσε με την προεδρεία Ρηγκαν στις Η.Π.Α και θεωρήθηκε ότι εγκαινίαζε μια νέα περίοδο συντηρητισμού.

[Και προφανός επειδή] όταν την ρώτησαν τι είχε αλλάξει η κυβέρνηση της, απάντησε:
«τα πάντα» –δείχνοντας έτσι, αν μη τι άλλο, την κλίμακα των φιλοδοξιών της «προσφέραμε μια πλήρη αλλαγή κατεύθυνσης, νομίζω πως μεταβάλαμε ευνοικά την ισορροπία ανάμεσα στο άτομο και το κράτος» [προφανός λόγω της επιτυχίας της, συνέβησαν αυτά πριν λίγους μήνες...]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Το Βρετανικό κοινοβούλιο, η Βουλή των Λόρδων, το λίκνο της νεωτερικής Δημοκρατίας «μας»!, φρουρούμενο. Oh, my god... I am shocked...]

[...]Ο νεοφιλελευθερισμός υποκινήθηκε από τη χρηματοοικονομική απορρύθμιση (το «Μπιγκ Μπανγκ» του Λονδίνου το 1986 πυροδότησε μικρότερες εκρήξεις στο Παρίσι, τη Στοκχόλμη, τη Βιέννη, τη Ρώμη και αλλού), τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (που κορυφώθηκε με την ενιαία αγορά του 1992 [δεν νομίζω να πιστεύει κανένας πως η ενιαία αγορά -έτσι όπως την εννοούν οι φιλελεύθεροι- υπήρχε από γεννήσεως κόσμου… αν και με τόσο καλούς ιεράρχες που διαθέτουμε θα ήταν δυνατό να του είχαν εμφυσήσει τούτη τη πιστή... Αμήν]), την ανάγκη καταπολέμησης του υψηλού δημοσίου χρέους και την εξασθένηση των κρατικών μονοπωλίων που προκλήθηκε από τις τεχνολογικές αλλαγές ή από την αύξηση του διεθνούς ανταγωνισμού. Παρ’ όλα αυτά οι άλλες χώρες άργησαν ν’ ακολουθήσουν τα χνάρια της Βρετανίας πουλώντας τις μεγάλες εθνικοποιημένες βιομηχανίες’ αμφέβαλαν αν αυτό θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και φοβόνταν μήπως βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Στην ηπειρωτική πλευρά της Μάγχης η εθνική κυριαρχία βάραινε συνήθως περισσότερο από την «κυριαρχία του καταναλωτή» του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Τζέφρυ Χάου [τι σου κάνει η ανάμνηση της κατοχής, τυχαίο που άρχισε να βαραίνει περισσότερο η «κυριαρχία του καταναλωτή» μόλις άρχισε σιγά, σιγά να φεύγει η κατοχική γενιά;...].

*

***
*****
***
*


[...]Η ακμή των νεοφιλελευθέρων θεωριών ήταν πιθανόν οι χρόνοι 1990-97, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και πριν την παγκόσμια χρηματιστική κρίση [αναφέρεται κατά βάση στη κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας το 1997 και της Ρωσίας 1998]. Ορισμένοι μπορεί πιθανόν να υποστηρίξουν ότι το τέλος του κομουνισμού σημάδεψε τον θρίαμβο της οικονομίας της αγοράς, και την πίστη στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά. Πιστεύω όμως ότι αυτή η ερμηνεία θα ήταν εσφαλμένη. Στο κάτω-κάτω στο εσωτερικό των αναπτυσσόμενων χωρών, η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε σχεδόν παντού από μια απόρριψη των θεωριών αυτών, των θεωριών της ελεύθερης αγοράς των Ρηγκαν-Θάτσερ, προς όφελος «Νέο-Δημοκρατικών» ή «Νέο-Εργατικών» πολιτικών.
[...]Οι χώρες αυτές [αναπτυσσόμενες] είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν: επιδίωκαν την εύνοια τους η Δύση και η Ανατολή, και αν δεν τις βοηθούσε η Δύση, απευθύνονταν στην Ανατολή. Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι χώρες αυτές δεν είχαν πιο δυνατότητα επιλογής. Μπορούσαν ατιμωρητί να τους επιβληθούν θεωρίες που ενείχαν κινδύνους.

[...]Μια υποτιθεμένη οικονομία αυτορρυθμιζόμενης αγοράς ενδέχεται να εξελιχθεί σε μαφιόζικο καπιταλισμό -και μαφιόζικο πολιτικό σύστημα- κάτι που έχει δυστυχώς γίνει πάρα πολύ πραγματικό σε ορισμένα μέρη του κόσμου.

[...]Μιλούμε στις αναπτυσσόμενες χώρες για την σημασία της δημοκρατίας [η δική τους ερμηνεία της δημοκρατίας], αλλά μετά, όταν φτάνουμε στα ζητήματα που τους απασχολούν περισσότερο, εκείνα που αγγίζουν τη ζωή τους, την οικονομία, τους λέμε: οι σιδερένιοι νόμοι της οικονομίας σας έδωσαν μικρά ή μηδαμινά περιθώρια επιλογής’ και αφού εσείς (μέσα από τη δημοκρατική πολιτική σας διαδικασία) είναι πιθανό να μπερδέψετε τα πράγματα, πρέπει να παραχωρήσετε τις κεντρικής σημασίας οικονομικές αποφάσεις, λογού χάρη αυτές που αφορούν τη μακροοικονομική πολιτική, σε μια ανεξάρτητη [από εσάς] κεντρική τράπεζα, που σχεδόν πάντα κυβερνάται από αντιπροσώπους της χρηματιστικής κοινότητας’ και για να εξασφαλίσετε ότι ενεργείτε προς το συμφέρον της χρηματιστικής κοινότητας, σας λεμέ να εστιάσετε την προσοχή σας αποκλειστικά στον πληθωρισμό -και να αδιαφορήσετε για τις θέσεις εργασίας ή την οικονομική διόγκωση’ και για να διασφαλίσουμε ότι θα κάνετε ακριβώς αυτό, σας λέμε να επιβάλετε στην κεντρική τράπεζα κανόνες, όπως το να διευρύνουν τη χορήγηση χρήματος με σταθερό ρυθμό’ και όταν ένας κανόνας αποτυγχάνει να λειτουργήσει όπως ελπίσαμε, εμφανίζεται ένας άλλος κανόνας, όπως η στοχεύσει στον πληθωρισμό.
Κοντολογίς, ότι φαινομενικά δίνουμε με το ένα χέρι στα άτομα στις πρώην αποικίες με τη δημοκρατία [τους], τους το παίρνουμε με το άλλο.

[...]Η πιο πρόσφατη παγκόσμια χρηματιστική κρίση [αυτή του 1997-8] θύμισε στην παρούσα γενιά τα μαθήματα που οι παππούδες τους είχαν πάρει από τη μεγάλη ύφεση: η αυτορρυθμιζόμενη οικονομία δεν δουλεύει πάντα τόσο καλά όσο θα ήθελαν να πιστέψουμε οι υποστηρικτές της. Ούτε καν το U.S. Treasury (με ρεπουμπλικανική ή με Δημοκρατική κυβέρνηση) ή το IMF [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο], αυτές οι θεσμικές επάλξεις της πιστής της ελεύθερης αγοράς, πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνουν στη συναλλαγματική ισοτιμία, αν και ποτέ δεν έχουν παρουσιάσει μια συνεκτική και πειστική εξήγηση του γιατί αυτή η αγορά θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τις άλλες αγορές.
Οι ασυνέπειες του IMF [Δ.Ν.Τ] -ενώ διακηρύσσει την πιστή του στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, είναι δημόσιος οργανισμός που κανονικά παρεμβαίνει στις αγορές συναλλάγματος, παρέχοντας πόρους για να πληρώσει αλλοδαπούς πιστωτές ενώ ωθεί για τοκογλυφικά επιτόκια που οδηγούν στην χρεοκοπία τις ντόπιες εταιρίες- προαναγγέλθηκαν στις ιδεολογικές διαμάχες του 19ου αι. Αληθινά ελεύθερες αγορές για εργασία ή για αγαθά δεν υπήρξαν ποτέ.
Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα λίγοι υποστηρίζουν την ελεύθερη ροή εργασίας, και ενώ οι αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες δίνουν διαλέξεις στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες για τα μειονεκτήματα του προστατευτισμού και των κυβερνητικών επιδοτήσεων, πίεσαν πιο επίμονα τις αναπτυσσόμενες χώρες να τους ανοίξουν τις αγορές τους, ενώ οι ίδιες δεν άνοιξαν τις δικές τους αγορές στα αγαθά και τις υπηρεσίες που αποτελούν το συγκριτικό πλεονέκτημα του αναπτυσσόμενου κόσμου.

[...]Όπως επισήμανα προηγουμένως μόνο αδιάλλακτοι θα υποστήριζαν την αυτορρυθμιζόμενη οικονομία, στο ένα άκρο, ή μια οικονομία την οποία θα διεύθυνε η κυβέρνηση, στο άλλο άκρο. Όλοι έχουν συναίσθηση της ισχύος των αγορών, όλοι αναγνωρίζουν τους περιορισμούς τους. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις απόψεις των οικονομολόγων. Ορισμένες εύκολα τις απορρίπτουμε: είναι ιδεολογία και επιμέρους συμφέροντα που μεταμφιέζονται σε οικονομική επιστήμη [στάσου... συμβαίνουν τέτοια πράγματα, δεν το πιστεύω... μα είναι δυνατόν! Θα σκίσω τα ιμάτια μου για τούτη εδώ την βλασφημία.] και καλή πολιτική. Η πρόσφατη ώθηση για φιλελευθεροποίηση της χρηματιστικής και κεφαλαιακής αγοράς στις αναπτυσσόμενες χώρες (με αιχμή του δόρατος το IMF και το U.S. Treasury) είναι μια τέτοια περίπτωση. Πάλι, σχεδόν όλοι συμφωνούσαν ότι πολλές χώρες είχαν ρυθμίσεις που δεν ενίσχυαν το χρηματιστικό τους σύστημα ούτε προήγαν την οικονομική διόγκωση, και ήταν φανερό ότι έπρεπε να καταργηθούν. Αλλά οι «υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς» προχώρησαν περισσότερο, με ολέθριες συνέπειες για τις χώρες που ακολούθησαν την συμβουλή τους, όπως έδειξε η πρόσφατη παγκόσμια χρηματιστική κρίση.

 

[...]Αναγνωρίζουμε ότι οι παρατεταμένες περίοδοι ανεργίας, τα εμμένοντα υψηλά επίπεδα ανισότητας, και η ευρέως διαδεδομένη φτώχεια και αθλιότητα στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής είχαν ολέθριο αντίκτυπο στην κοινωνική συνοχή και ήταν μια δύναμη που συντέλεσε στα υψηλά αυξανόμενα επίπεδα βίας στην περιοχή αυτή. Αναγνωρίζουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο, και η ταχύτητα με την οποία, έγιναν οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία διάβρωσαν τις κοινωνικές σχέσεις, κατέστρεψαν το κοινωνικό κεφαλαίο [παναθεμάσε, έγινε κεφάλαιο ο άνθρωπος… δηλαδή αντικείμενο] και οδήγησαν στη δημιουργία και πιθανόν στη κυριαρχία της ρωσικής μαφίας. Αναγνωρίζουμε ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων διατροφής στην Ινδονήσια από το IMF [Δ.Ν.Τ], καθώς οι μισθοί μειώνονταν και τα ποσοστά ανεργίας ανέβαιναν στα ύψη, οδήγησε σε προβλέψιμες (και προσληφθείσες) πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις, πράγμα που θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα έκδηλο με δεδομένη την ιστορία της χώρας.

[...]Την περασμένη δεκαετία είδαμε δυο δραματικές περιπτώσεις. Ανέφερα ήδη τη συμφορά στην Ινδονησία, μέρος της κρίσης της Ανατολικής Ασίας. Σε αυτή τη κρίση, το IMF, το U.S. Treasury και άλλοι υπέρμαχοι των νεοφιλελεύθερων θεωριών εναντιώθηκαν σε κάτι που θα συντελούσε σημαντικά στη λύση: στην αθέτηση υποχρεώσεων. Τα δάνεια ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, δάνεια του ιδιωτικού τομέα σε ιδιώτες δανειολήπτες’ υπάρχει ένας καθιερωμένος τρόπος να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις στις οποίες οι δανειολήπτες δεν μπορούν να πληρώσουν τα οφειλόμενα: χρεοκοπία. Η χρεοκοπία είναι ένα κεντρικό μέρος του νεωτερικού καπιταλισμού. Αλλά το IMF είπε όχι, η χρεοκοπία θα ήταν μια παραβίαση της ιερότητας των συμβάσεων/συμβολαίων. Αλλά δεν είχαν καμιά τύψη να παραβιάσουν ένα ακόμη πιο σημαντικό συμβόλαιο, το κοινωνικό συμβόλαιο. Προτίμησαν να δώσουν πόρους σε κυβερνήσεις για να πληρώσουν αλλοδαπούς πιστωτές, που δεν είχαν δείξει τη δέουσα επιμέλεια πριν δανείσουν. Συγχρόνως το IMF προώθησε πολιτικές με τεράστιο κόστος για αθώους πολίτες, τους εργάτες [καλά, μην βάλεις και τα κλάματα] και τις μικρές επιχειρήσεις που δεν είχαν παίξει κανένα ρόλο στην έλευση της κρίσης σε πρώτη φάση.

 

Ακόμη πιο δραματικές ήταν οι αποτυχίες στη Ρωσία. Η χώρα που ήταν ήδη θύμα ενός πειράματος -του κομουνισμού- έγινε αντικείμενο ενός νέου πειράματος: να εγκαθιδρυθεί μια οικονομία αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, πριν η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να εγκαταστήσει την αναγκαία νομική και θεσμική υποδομή [μα συγγνώμη… δεν είναι η «οικονομία αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» κάποια υπεριστορική αλήθεια; Κάτι σαν νόμος που διαπερνά το σύμπαν; Ένα οντολογικά βαθιά ριζωμένο χαρακτηριστικό στα ανθρώπινα; στην «φύση του ανθρώπου» τελοσπάντων; Θα πρέπει να είστε πιο προσεκτικός με όσα γράφετε! Εδώ μιλάμε για επιστήμη κύριε! Και το μήλο για να πέσει στο έδαφος από την βαρύτητα χρειάζεται αναγκαία νομική και θεσμική υποδομή!]. Όπως ακριβώς πριν εβδομήντα χρόνια οι μπολσεβίκοι είχαν βίαια επιφέρει έναν γρήγορο μετασχηματισμό της κοινωνίας, οι νεοφιλελεύθεροι τώρα επέφεραν βίαια έναν άλλο γρήγορο μετασχηματισμό, με καταστροφικά αποτελέσματα. Ο λαός της χώρας είχε λάβει την υπόσχεση ότι από τη στιγμή που θα αφήνονταν ελεύθερες οι δυνάμεις της αγοράς, η οικονομία θα σημείωνε γοργή πρόοδο: το ανταποδοτικό σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού, που διαστρέβλωνε τη χορήγηση των πόρων και δεν έδινε κίνητρα λόγω της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έμελλε να αντικατασταθεί από την αποκέντρωση, τη φιλελευθεροποίηση και την ιδιωτικοποίηση.
Δεν υπήρξε ταχεία οικονομική πρόοδος. Η οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν στο ήμισυ, και το ποσοστό των φτωχών (το κόστος ζωής θεωρείται τέσσερα δολάρια την ημέρα [2001]) αυξήθηκε από 2% σε περίπου 50%. Ενώ η ιδιωτικοποίηση έκανε λίγους ολιγάρχες δισεκατομμυριούχους, η κυβέρνηση δεν είχε τα χρήματα ούτε να πληρώσει τις οφειλόμενες συντάξεις στους φτωχούς -και όλα αυτά σε μια χώρα πλούσια σε φυσικούς πόρους. Η καπιταλιστική φιλελευθεροποίηση της αγοράς υποτίθεται ότι θα έδειχνε στον κόσμο ότι η χώρα ήταν ελκυστική για επενδύσεις’ αλλά αυτό ήταν η μια πόρτα μονής κατευθύνσεως. Δεν ήταν έκπληξη που το κεφάλαιο έφυγε ομαδικά.

[...]Στον δικό τους μετασχηματισμό, οι κυβερνήσεις των σημερινών εκβιομηχανισμένων χωρών έπαιξαν ενεργητικό ρόλο, όχι μόνο προστατεύοντας τις βιομηχανίες τους με δασμούς, αλλά και προωθώντας νέες τεχνολογίες.
Στις Η.Π.Α, η πρώτη τηλεγραφική γραμμή χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση το 1942, και η έκρηξη της παραγωγικότητας στην γεωργία που αποτέλεσε τη βάση της εκβιομηχάνισης εδράστηκε στην ερευνά, τη διδασκαλία και τις υπηρεσίες επέκτασης της κυβέρνησης. Η δυτική Ευρώπη διατήρησε κεφαλαιακούς περιορισμούς μέχρι πολύ πρόσφατα. Ακόμη και σήμερα, ο προστατευτισμός και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις ζουν και βασιλεύουν: η κυβέρνηση των Η.Π.Α απειλεί την Ευρώπη με εμπορικές κυρώσεις αν δεν ανοίξει τις αγορές της στις μπανανίες των αμερικανικών εταιριών της Καραϊβικής.
[...]Ενώ υπηρετούσα ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων (Council of Economic Advisers), είδα πάμπολλες τέτοιες περιπτώσεις [προστατευτισμού] -από τις τομάτες και τα αβοκάντο του Μεξικού έως τις γιαπωνέζικες κινηματογραφικές ταινίες και τα ουκρανικά γυναικεία πανωφόρια και το ρωσικό ουράνιο.

 

Το Χονγκ Κονγκ προβλήθηκε επί μακρών ως ο προμαχώνας της ελεύθερης αγοράς, αλλά όταν το Χονγκ Κονγκ είδε τους κερδοσκόπους [ποιοι είναι αυτοί;] της Νέας Υόρκης να προσπαθούν να καταστρέψουν την οικονομία του κερδοσκοπώντας στην αγορά μετοχών και στην αγορά συναλλάγματος, παρενέβη μαζικά και στις δυο. Η αμερικάνικη κυβέρνηση [δηλαδή ο εκφραστής ορισμένων συμφερόντων και όχι κάποιο πλανητικό δημοκρατικό ιδεώδες] διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντας ότι αυτό ακύρωνε τις βασικές αρχές της ελεύθερης αγοράς. Εν τούτοις η παρέμβαση του Χονγκ Κονγκ απέδωσε -κατόρθωσε να σταθεροποιήσει και τις δυο αγορές, αποκρούοντας μελλοντικές απειλές προς το νόμισμα του και επιπλέον εισπράττοντας πολλά χρήματα από τις συναλλαγές.

[...]οι ιδεολόγοι της αγοράς χάρηκαν τόσο όταν ξέσπασε η κρίση της Ανατολικής Ασίας, γιατί έκριναν ότι φανέρωνε τις θεμελιώδεις αδυναμίες του μοντέλου της ενεργητικής κυβέρνησης. Ενώ, βέβαια, οι διαλέξεις τους περιέλαβαν αναφορές στην ανάγκη για καλύτερα ρυθμιζόμενα χρηματιστικά/οικονομικά συστήματα, άδραξαν την ευκαιρία για να ωθήσουν προς μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς: συναισθηματική έκφραση που σημαίνει κατάργηση των κοινωνικών συμβολαίων που παρείχαν μια οικονομική ασφάλεια η οποία είχε αυξήσει την κοινωνική και πολιτική ευστάθεια[...].

 

-------------------------------------------------------------------------------------------------

«Στον φιλελεύθερο ευσεβή πόθο της αντικατάστασης του πόλεμου από το εμπόριο μέσα σ' έναν ενιαίο κόσμο, όπου θα δέσποζαν εν μέρει το "αόρατο χέρι" κι εν μέρει οι αρχές της οικουμενικής ηθικής, αντιστοιχούσε το μαρξιστικό όραμα μιας μελλοντικής αταξικής κοινωνίας, όπου τα οικονομουντα υποκείμενα θα αυτοδιοικούνταν χωρίς να ασκούν πολιτική με την παραδοσιακή έννοια. Όπως είναι προφανές, και τα δυο αυτά ιστορικά προγράμματα θεμελιώνονταν στην πίστη ότι είναι δυνατή μια συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία, ήτοι μια απορρόφηση των πολιτικών λειτουργιών από τις οικονομικές' προφανές είναι επίσης ότι η πίστη τούτη εδραζόταν με τη σειρά της στην αντίληψη για την αυτοτέλεια και την κοινωνική προτεραιότητα της οικονομίας.
Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ούτε με φιλελεύθερα ούτε με μαρξιστικά πρόσημα»
Παναγιώτης Κονδύλης.

«Τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας απο το οποίο πρέκυψαν.»
Albert Einstein.

Και στην συγκεκριμένη περίπτωση το πρόβλημα είναι εμφανές πιο είναι...

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Όσα παραθέτω στο πρώτο μέρος της ανάρτησης προέρχονται από τον Βρετανό ιστορικό Mark Mazower και το βιβλίο του Σκοτεινή Ήπειρος: Ο Ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας (1998).
Εκδ. Αλεξάνδρεια
Και όσα εκθέτονται στο δεύτερο μέρος προέρχονται από τον πρόλογο του οικονομολόγου Joseph E. Stiglitz (2001) στο βιβλίο του Karl Polanyi - Ο μεγάλος μετασχηματισμός (1944).
Εκδ. Νησίδες