Share |

Σταύρος Αντύπας: «Χρυσά και αυγατισμένα ψέματα»

Σε συνθήκες έντονης κοινωνικής εξαθλίωσης και κρίσης, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι ευνοούνται ανιστόρητα ακροδεξιά και συχνά φασιστικά σχήματα, τα οποία εκμεταλλευόμενα τις συνθήκες αυτές της κοινωνικής πίεσης με διάφορα πολιτικά επιχειρήματα , συχνά κλεμμένα από την ευάλωτη σε κλοπές αριστερή ορολογία, περί “λαϊκής ευμάρειας”, “τιμωρίας της διαφθοράς” και “κοινωνικής δικαιοσύνης”, επιχειρούν και συχνά καταφέρνουν να διεισδύσουν στα δοκιμαζόμενα πλατιά λαϊκά στρώματα και να αυξήσουν τα ποσοστά τους, εξυπηρετώντας στόχους που κάθε άλλο παρά κοινωνικά δίκαιοι και ιστορικά δικαιολογημένοι είναι.

Η πολιτικά άδεια φαρέτρα της φασιστικής ακροδεξιάς, προκειμένου να γεμίσει τα απογοητευμένα ένστικτα των φτωχών τάξεων και ουσιαστικά να τα υφαρπάξει με παραπλανητικές μεθόδους από ένα κοινωνικό ξέσπασμα που θα οδηγούσε σε πραγματικές αλλαγές των πολιτικών δομών και θα απειλούσε όσους συμφεροντολογικά διαφεντεύουν την εξουσία , εμπεριέχει βέλη και τόξα κατά του “κακού” πολιτικού συστήματος, ιστορικά παραδείγματα κάπηλων και επικίνδυνων διαστρεβλωτών που αλλοιώνοντας αλήθειες και γεγονότα, δημιουργούν μια σαγηνευτική και παντελώς ψεύτικη όσο και μαγική εικόνα. Στη χώρα μας, πέραν της προσβλητικής για έναν ολόκληρο λαό επίκλησης συμβόλων και χαιρετισμών, που ήδη από πολλούς έχει είτε αιτιολογηθεί είτε αναλυθεί, σε καθημερινή βάση δίνεται μια εντύπωση περί του οραματιστή και φιλεργατικού Μεταξά, περί της Χρυσής Επταετίας της δημοσιονομικής ισορροπίας και ανάπτυξης, καθώς και περί άμεμπτων και ηθικών πολιτικά ανδρών, που ουδεμία σχέση είχαν με διεφθαρμένους μεγιστάνες της μεταπολίτευσης.

Έτσι, στην παλιά τέχνη-κόσκινο του ιστορικού αλληθωρισμού και του πολιτικού καιροσκοπισμού, ο Μεταξάς, παρουσιάζεται δαφνοστεφανωμένος ως φιλεργατικός δημιουργός του 8ώρου και της κοινωνικής ασφάλισης, έστω κι αν δεν έχει καμία σχέση με τη θεμελίωση του ΙΚΑ και του 8ωρου, εκτός κι αν οι νοσταλγοί του εννοούν τα εγκαίνια του κεντρικού κτιρίου και τον διορισμό λίγο μετά ενός δικού του διοικητή στη θέση του εξόριστου από τον ίδιο, Κανελλόπουλο. Στην πραγματικότητα, το 8ωρο είχε θεσπιστεί με νόμο στις 27/5/1932 από την κυβέρνηση Παπαναστασίου και η δημιουργία του ΙΚΑ είχε ψηφιστεί με νόμο του Βενιζέλου το 1931 και επικυρώθηκε με νέο νόμο από την κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1934 , μια κυβέρνηση που συμμετείχε ο Μεταξάς αλλά σαν υπουργός στρατιωτικών κι όχι σε υπουργείο που να έχει σχέση με τη δημιουργία του ΙΚΑ. Η ίδια η ιστορική διαστρέβλωση , δοξάζει επίσης τον Μεταξά σαν εθνάρχη ενώ ο ίδιος με διάταγμα του το 1938 μετονόμασε την οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ και λίγα χρόνια πριν , το 1921 σαν υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Γούναρη είχε εκφράσει την άποψη ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποσυρθεί από το μικρασιατικό μέτωπο κι ακόμη πιο πίσω, το 1916, σαν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε διατάξει γενική υποχώρηση από τη Μακεδονία όταν οι Βούλγαροι προέλαυναν. Οι “δικοί” του , τέλος Επίστρατοι (φασιστική συμμορία με αρχηγό το Μεταξά πριν γίνει δικτάτορας) καταπίεζαν τους Πρόσφυγες Έλληνες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αποδίδοντας τον όρο “Τουρκόσποροι”, χωρίς κανέναν ενδοιασμό “εθνικής” ευαισθησίας.

Από την άλλη, με την ίδια ανιστόρητη μεθοδολογία, ο “εθνοσωτήρας” Παπαδόπουλος , κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε αποδεδειγμένα υπηρετήσει υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Κουρκουλάκου στα τάγματα ασφαλείας (γερμανοτσολιάδες) της Πάτρας και το 1965 συλλαμβάνεται και δικάζεται από στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία, επειδή έβαζε ζάχαρη σε τανκς στον Έβρο όπου υπηρετούσε σαν αξιωματικός, ώστε να αχρηστεύσει τα άρματα και να κατηγορήσει μετά για την προβοκάτσια τους κομμουνιστές. Τέλος , στις 5 Δεκεμβρίου 1967, ο Παπαδόπουλος διέταξε την επάνοδο 5.000 στρατιωτών από την Κύπρο στην Ελλάδα, ενώ συνέχεια έβαζε εμπόδια στον Μακάριο και πίεζε για την αποπομπή του χρησιμοποιώντας τον Γρίβα, όσο κι αν κάποιοι επιμένουν ότι ο ίδιος δεν έχει σχέση με την τραγωδία της Κύπρου, αλλά ευθύνεται εξολοκλήρου ο διάδοχός του.

Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον “κοινωνιστή” Παπαδόπουλο. Ο φιλολαϊκός (κι αυτός) Δικτάτορας, που “έδωσε ψωμί στους φτωχούς Έλληνες”, έσπρωξε ακόμη περισσότερους από τις κυβερνήσεις που ανέτρεψε, ακόμη και του Καραμανλή, μετανάστες στη Γερμανία λόγω της φτώχειας και της ανέχειας, ενώ η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973, βρήκε μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα χωρίς δουλειά και με μηδενικά εισοδήματα. Η δημοσιονομική σταθερότητα, τέλος και η ανυπαρξία χρέους είναι ένα ακόμη κωμικοτραγικό αστείο καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, το χρέος από 32 δισ. δρχ. το 1966 εκτινάχτηκε στα 114 δισ. δρχ. το 1974, ενώ αναφέρεται κι ένα δάνειο που είχε πάρει από την Αμερική 300 δισεκατομμύρια δολάρια για να διατηρηθεί στην εξουσία και να τηρήσει ανέπαφα τα συμφέροντα των Η.Π.Α. στην ανατολική μεσόγειο (που κινδύνευαν από κάποιους "απείθαρχους" τύπους, Καντάφι, Νάσερ, Μακάριο κτλ). Σχετικά δε, με τις θρυλικές πλέον Γερμανικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, αντίθετα με όσα διεκδικούν να πετύχουν οι νοσταλγοί-απόγονοί του, ο ίδιος δεν διεκδίκησε ούτε μια δραχμή.

Ένα από τα βασικά συνθήματα, τέλος, εκείνων που καταδικάζουν με βδελυγμία την διαφθορά της μεταπολίτευσης (όχι άδικα πάντως) και νοσταλγούν ανιστόρητα τις ημέρες όπου βασίλευε η “νομιμότητα”, η “ισονομία”, ο “πατριωτισμός”, χάριν των “αδιάφθορων και άμεμπτων” συνταγματαρχών που “πέθαναν στην ψάθα” δεν φαίνεται να βρίσκει αληθινό και πραγματικό έρεισμα στην ιστορία, παρά μόνο σε μια κάπηλη και δόλια κατασκευασμένη εκδοχή της. Έτσι, με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν για πρώτη φορά ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα, όπως και η στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους. Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30/12/1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των συναδέλφων του. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα, ενώ από τον πλούτο που αποκτήθηκε από μια πλειάδα μεσαίων στρατιωτικών ή «πολιτικών» στελεχών της δικτατορίας , λόγω μιας νομικής κατασκευής της μεταπολίτευσης περί «στιγμιαίου αδικήματος», δεν επεστράφη απολύτως τίποτα στην πατρίδα από όσους “συνεργάτες” την λεηλάτησαν για 7 ολόκληραχρόνια.

Για να μην αναφερθούμε αναλυτικά στα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα της, όπως η “ανέγερση” του Ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια, όπου πριν ανεγερθεί , εξαφανίστηκαν όλα τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί, η σύμβαση με την αμερικανική πολυεθνική Litton με σκοπό «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» , η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, το διυλιστήριο της Esso στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή, αλλά και η διένεξη για το τρίτο διυλιστήριο που μετά την αποχώρηση του Ωνάση , στη βίλα του οποίου στο Λαγονήσι διέμενε ο Δικτάτορας, μοιράστηκε τελικά μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση κι ένα τέταρτο παραχωρήθηκε στον Βαρδινογιάννη.

Ιδιαίτερη δε σημασία έχει το γεγονός ότι ακόμη και το Σκάνδαλο της Siemens που ταλαιπώρησε τη χώρα σε όλη τη μεταπολίτευση , έχει τις ρίζες του στην 7ετία , όπου ο Παπαδόπουλος την έφερε χωρίς διαγωνισμό (μαζί με την AEG), για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στην επέκτασή της.

Τα ιστορικά αυτά παραδείγματα δεν αποσκοπούν στην εξιλέωση της μεταπολιτευτικής περιόδου μέσα από το άλλοθι της προ-πολιτευτικής σκανδαλώδους εποχής. Ούτε φυσικά έχουν την δύναμη να πείσουν ότι η αναβίωση διάφορων “νοσταλγικών” περιόδων είναι προϊόν απάτης και όχι γέννημα της κοινωνικής εξαθλίωσης και κρίσης σε συνδυασμό με την απουσία ενός οράματος που θα τραβήξει την κοινωνία σε μια πιο ποιοτική χειραφέτηση. Δεν προσπαθεί τέλος, η καταγραφή αυτή, για την οποία άλλοι φυσικά και όχι ο γράφων κόπιασαν, να υφαρπάξει πολιτικές συνειδήσεις που ρέπουν προς τον πολιτικό εντυπωσιασμό και να τον στρέψουν το ίδιο “εντυπωσιακά” στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο ενδεικτικός αυτός κατάλογος, ίσως όμως και να πετύχει να αποδείξει ότι ελλείψει πραγματικών επιχειρημάτων, με μια ανιστόρητη κενότητα και χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο, με άναρθρες κραυγές κι εξίσου ανιστόρητους και προσβλητικούς χαιρετισμούς, κοινωνική διέξοδος και πολιτική λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Παρά μόνο αύξηση ποσοστών που για πολλούς ουσιαστικά είναι και το ζητούμενο, ασχέτως τελικά αν αποδοκιμάζουν τη “δημοκρατία” που η ίδια -σπάταλα- τους δημιούργησε.

Πηγές και Παραπομπές: 
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Σταύρος Αντύπας

Πηγή: ἔστω - esto.gr 
www.esto.gr

ΣΗΜ. ithacanet:

Η ιστορία δεν γράφεται με μισόλογα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς υποστήριζε τον Βασιλιά και συνεπώς την απόφασή του για ουδετερότητα. Αναγκαστικά λοιπόν ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Τον Φεβρουάριο του 1915, ύστερα από την απόταξη του Δούσμανη, προήχθη σε αναπληρωτή αρχηγό του Επιτελείου. Η απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου για ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων εξόργισε τον Μεταξά. Αμέσως υπέβαλλε την παραίτησή του (Μάρτιος 1915) στον Βενιζέλο με το αιτιολογικό ότι δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο και επομένως δεν μπορούσε να παραμείνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Στις 6 Οκτωβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος διώχθηκε από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ενώ ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 26 Μαΐου του 1916 οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του οχυρού Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Μεταξάς, ύστερα από πιέσεις του Βασιλιά, έδωσε εντολή να παραδοθεί το οχυρό χωρίς αντίσταση. Για τη στάση του αυτή επικρίθηκε πολλές φορές και χαρακτηρίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «αρχιπροδότης». Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης. Με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη σε συνταγματάρχη.

Αμέσως μετά οι απόστρατοι οργανώθηκαν σε ομάδες εφέδρων και έγιναν γνωστοί ως «οι Επίστρατοι». Ανεπίσημος αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Μεγάλο μέρος του στρατού προσχώρησε στους επίστρατους. Οι Αγγλογάλοι απαίτησαν από την κυβέρνηση των Αθηνών να τους παραδώσει μεγάλο μέρος του στόλου της καθώς και πολεμοφόδια. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Τότε ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε 3000 στρατιώτες στο Φάληρο και στον Πειραιά για να προελάσουν στην Αθήνα. Το δρόμο όμως τους έφραξε ο στρατός των επιστράτων όπου και συγκρούσθηκε με τους Αγγλογάλλους κυρίως γύρω από την περιοχή του Φιλοπάπου. Οι Αγγλογάλλοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο την Αθήνα. Κατόπιν αυτής της εξέλιξης το καθεστώς του Κωνσταντίνου άρχισε να καταδιώκει τους βενιζελικούς. Από το 1916 έως το1917 οι επίστρατοι ασκούσαν ουσιαστικά την εξουσία. Η δράση τους όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1920, οπότε και επανήλθαν στην εξουσία οι Βασιλικοί.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς ανακλήθηκε στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως.

 

Τι ήθελαν οι γερμανόφιλοι Μεταξάς και Κωνσταντίνος; Να παραμείνει η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στα χέρια των Βουλγάρων, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Γερμανών.

Τόσος πατριωτισμός!!!