Share |

Συγκρατημένος κριτικός χαιρετισμός στον δημιουργό Θεόδωρο Αγγελόπουλο (2)

  • ο γράψας το κείμενο μου είπε να μη το δημοσιεύσω. (κι εγώ ...δεν ακούω και δε βλέπω καλά, τελευταία)

 

 

- Γλυκειά η ζωή και ....

Γλυκειά η ζωή

- Πες μου, πόσο κρατάει το αύριο ;

                                       
                   Παρίσι, 25 Ιανουαρίου 2012
                                        
                  νίκος

Υστερόγραφο. Ας τολμήσουμε να το πούμε τώρα που έφυγε, αυτό που δεν τόλμησε να πει ο ίδιος :

Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα
Διονύσιος Σολωμός

Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά !

 


 

 

Η πλήρης σεκάνς τώρα

Η ιδέα προέρχεται από την ταινία Αιωνιότητα και μια μέρα.

Δεν υπάρχει τίποτα από όσα χρειάζονται (χρόνος κυρίως), για να παρουσιάσω όλη την ταινία.

Η δική μου σύνοψη είναι η παρακάτω.
Υπάρχει κάτι σαν παροιμία που λέει :
Του είπανε πως θα πεθάνει
και φύτεψε μια λεμονιά.
Η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου
θα μπορούσε να συνοψιστεί έτσι :
Του είπανε πως θα πεθάνει
και υιοθέτησε ένα αλβανάκι.

(Και αυτό, το 1998.)

Η ιδέα αναφέρεται σε μια μόνο σκηνή της ταινίας, η οποία όμως είναι πολύ σημαντική, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι καθοριστική.
Καθοριστική είναι για μένα, διότι, όπως ο κάθε αναγνώστης ή θεατής, διεκδικώ κι εγώ το δικαίωμα μιας ύστατης κρίσης.
Πρόσωπο της ταινίας αυτής του Αγγελόπουλου, έστω συμβολικό, αποτελεί ο Διονύσιος Σολωμός. Ο ίδιος απαγγέλλει σε μια σκενάνς-πλάνο, κάτι που τόσο άρεσε στον σκηνοθέτη, την πρώτη στροφή από ένα περίφημο ποίημά του. Είναι το ποίημα Η ημέρα της Λαμπρής, το οποίο υπήρχε στα νεοελληνικά αναγνώσματα του τριτάξιου Γυμνασίου, γύρω στα 1966-1967.
Η πρώτη αυτή στροφή τελειώνει με έναν στίχο ο οποίος βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με την ίδια την ημέρα της Λαμπρής, με το χριστιανικό νόημά της, πεμπτουσία εξάλλου του χριστιανικού δόγματος-μύθου.

Να όλη η στροφή, την οποία απαγγέλλει ο Σολωμός (όλη, πλην ...) :

Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη•
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μεσ’ στης καρδιάς τα φύλλα•
Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

... πλην των τριών μαυρισμένων λέξεων.

Δεδομένης της όλης λογικής της ταινίας, που δεν έχω το χρόνο να αναπτύξω εδώ, εκείνη την ώρα άλλωστε τη ζούσα, δεδομένης της τεράστιας σημασίας που έχει το δεύτερο μέρος αυτού του στίχου, το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης το αφαίρεσε από τα χείλη του ίδιου του συγγραφέα του, μου έκανε τρομερή εντύπωση. Και, pour tout dire (για να τα πω όλα), όπως λένε οι Γάλλοι, μου έκανε τρομερά αρνητική εντύπωση. Ο Νίτσε δεν είπε ότι οφείλουμε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε τους δημιουργούς κατά το ύψος του έργου τους ; Εξού και ο μετριασμός των τόνων στο χαιρετισμό ενός σημαντικού πράγματι δημιουργού. Μου πέρασε τότε από το μυαλό ότι το γεγονός ήταν σημαδιακό. Σημαδιακό για τι ; Για τα όρια της δημιουργίας του μεγάλου σκηνοθέτη.

Οφείλω τώρα να εξηγήσω γιατί αυτή η σχεδόν λογοκρισία αποτελεί για μένα πολύ σημαντική πράξη. Δεν μπορεί ο Αγγελόπουλος να μην ήξερε τι έκανε. Αν δεν ήξερε, και ήθελε απλώς να αποφύγει την κακή λέξη στο σπίτι του κρεμασμένου, και τη φράση που προκαλεί φόβο στα αυτιά των θεατών, τόσο το χειρότερο. Μαζί με πολλά άλλα που θα μπορούσαν να ειπωθούν, και από τα οποία θα πω λίγα παρακάτω,  στέρησε τη δυνατότητα από πολλές εκατοντάδες ΄Ελληνες, και από εκατοντάδες χιλιάδες θεατές της ταινίας του, να μάθουν ότι ένας ποιητής έχει γράψει αυτόν τον στίχο :
Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

 

 

Το ήθος θνητότητας στην εποχή μας
Η γνώση του θανάτου είναι απελευθέρωση, η γλυκειά ζωή θέλει ελευθερία

Δεν είναι ο Πλάτων, όσο μεγάλος κι αν υπήρξε, ο υπεύθυνος της περίφημης περιαγωγής. Μια ολόκληρη ιστορικο-κοινωνική συγκυρία συνέβαλε σε αυτή. Σίγουρο είναι ότι αυτός πρώτος πολέμησε επιδέξια το φαντασιακό του Ομήρου. Αν λέμε, ισχυρίζεται ανοικτά στην Πολιτεία, τα παραμύθια που αφηγείται ο Όμηρος, και ανατρέφουμε με αυτά τα παιδιά μας, δεν θα πολεμούν γενναία για την ελευθερία. Ποια ήταν τα παραμύθια, οι μύθοι (δηλαδή τα λόγια, αυτό σημαίνει αρχικά η λέξη μύθος) του Ομήρου ; Μα ακριβώς ο στίχος του Διονύσιου Σολωμού : η ζωή είναι εδώ στη γή. Άλλη ζωή δεν έχει, κι αν έχει είναι κάτι χειρότερο από μαύρη, και κάτω από τη γή.
Και ποια είναι λοιπόν η περιαγωγή ;
Ο Πλάτων με την πένα του (ο Ηρόδοτος γράφει ότι η ιδέα είχε εισαχθεί από την ανατολή), και ο χριστιανισμός με το σπαθί του (κυριολεκτικά, και βαμμένο με αίμα), ο χριστιανισμός κυρίως, ανέστρεψαν τα πράγματα : το πάνω έγινε κάτω, και το κάτω ... ανέβηκε στον ουρανό ! Ναι ! αυτό λέγει ο χριστιανισμός, και μη μας πουν ότι δεν είναι έτσι ή ότι δεν είναι τόσο γελοίο. Τόσο γελοίο είναι. Μόνο που κρατά πολύ και αποτέλεσε φόβο και τρόμο.
Τόσο γελοίο είναι : τούτη η ζωή, η κάτω !, είναι παροδική και μαύρη. Μόνο η άλλη, η αιώνια, αξίζει. Ζήστε την κάτω έτσι, ώστε να κερδίσετε την επάνω, την παντοτινή. (Ο μουσουλμανισμός, εξευγενισμένη αντιγραφή του χριστιανισμού ως προς το σημείο αυτό,  έφτασε να τάζει άπειρα ουρί για τον καθένα, αρκεί να μείνει μόνο με μία γυναίκα σε τούτη τη ζωή, δηλαδή στη ζωή. Διαβάστε το Κοράνι, βέβαια το ίδιο κάνει.)
Λογικά, θα έπρεπε να το ξέρει αυτό ο δημιουργός. Λογόκρινε μια από τις πιο σπουδαίες φράσεις που έχουν ποτέ γραφτεί. Και μάλιστα σε ποίημα (αποτελεί μέρος έργου του οποίου όσοι διαβάσουν την υπόθεση θα εκπλαγούν, τόσο πολύ τραγικός, ίσον ερωτικός ;, είναι σε αυτό ο Σολωμός) το οποίο γράφεται για την ημέρα του «θανάτω θάνατον πατήσας».

Βρισκόμαστε σε εποχή στην οποία αυτό που ονομάστηκε έξοδος από τη θρησκεία είναι κάτι δίχως επιστροφή, τουλάχιστον στις κοινωνίες όπου ζούμε. Αποτελεί τη στέρεα πεποίθησή μου. Και είναι κατάκτηση ελευθερίας και αυτονομίας. Ή βήμα αναγκαίο προς αυτές.  Προσθέτω ότι γίνεται όλο και πιο φανερό στη σκέψη μου τούτο το παράδοξο : ακόμα κι αν πιστεύουν στο χριστιανισμό, οι άνθρωποι των σημερινών κοινωνιών, κατά βάθος, δεν πιστεύουν πια στη μετά θάνατο ζωή. Να ποιο έχω ως βασικό, θεμελιώδες, χειροπιαστό, επιχείρημα : δείτε την ίδια τη ζωή τους. Να τη ζήσουν θέλουν, όλο και περισσότερο, όλο και καλύτερα, άλλο η κρίση που μπορούμε να κάνουμε στο τι θεωρούν ως καλύτερη ζωή.  

Το ήθος θνητότητας δεν προκύπτει αυτόματα. Να μια αλήθεια, διαφορετική από αυτή που διακήρυσσε ένας άλλος δημιουργός, της σκέψης αυτός, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, και πολλοί στοχαστές που καταγγέλλουν την αποσιώπηση του θανάτου στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Πιθανά, αυτής της εξαρνητικής αποσιώπησης θύμα υπήρξε και ο Αγγελόπουλος, όταν λογόκρινε τον στίχο.
Το ήθος θνητότητας δεν προκύπτει αυτόματα αποτελεί έναν άλλο τρόπο να πω ότι άλλο η γνώση και η αναγνώριση και η παραδοχή του θανάτου και άλλο το ήθος θνητότητας. Το ήθος θνητότητας ως γνώση είναι κοινοτοπία της εποχής μας, εκφράζεται με την απελευθέρωση από το μεσαιωνικό και κατοπινότερο φόβο και τρόμο της κόλασης, και μένει να γίνει ελευθερία.

Αυτή την ελευθερία χαιρετούσα στο στίχο του Σολωμού :
Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Γιατί χωρίς τις τρεις λογοκριμένες λέξεις μένει μετέωρο το βήμα της απελευθέρωσης από το φόβο του θανάτου. Χρειάζεται η αντίθεση, για να γίνει ελευθερία. Γνώση του θανάτου ως μαύρου, ως ανυπαρξίας, γλυκύτητα της ζωής ως μοναδικής ύπαρξης και πηγής δημιουργίας.

Ήθος θνητότητας είναι η ελευθερία όχι τόσο να ζήσεις πολύ και καλά, όσο να ζήσεις ελεύθερα. Χωρίς τον πιο φοβερό φόβο που κατάφεραν να εμφυσήσουν στους ανθρώπους οι θρησκείες και κυρίως, όσον αφορά εμάς, ο χριστιανισμός : ζήσε έτσι ώστε να μην υποφέρεις, να μη βασανίζεσαι τρομερά, στην αιωνιότητα.
Η διάκριση είναι λεπτή, αλλά έχει τεράστια σημασία να γίνει. Χάσανε την πίστη, το φόβο δηλαδή, στην άλλη ζωή, οι συγκαιρινοί μας. Και αυτό πρέπει να μας χαροποιεί. Είναι στοιχείο απελευθέρωσης. Μένει να βρούνε την πεποίθηση, όχι την πίστη, ότι η καλύτερη ζωή είναι η ελεύθερη ζωή. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος.
Ο Σολωμός τα είπε και τα δύο : γνώση του θανάτου, ύμνος της ζωής.

Είναι πολλά αυτά που πρέπει να ειπωθούν για το ήθος θνητότητας, το οποίο υπεβαίνει λοιπόν την απλή γνώση και αναγνώριση του θανάτου. Είναι πολλές οι διακρίσεις που μπορούν να γίνουν για το ήθος θνητότητας ενός ατόμου και για το ήθος θνητότητας μιας κοινωνίας στο σύνολό της. Θα υπάρξουν οι ευκαιρίες να τα εντοπίσουμε ή όχι στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και να τα απαριθμήσουμε. Μία πτυχή του ήθους θνητότητας, ατομικού και κοινωνικού, υπερβολικά επίκαιρη για να μη την αναφέρω, αναδεικνύεται με βάση το εξής ερώτημα : τι είναι τελικά τούτη η κοινωνία, η ελληνική, και ποια άτομα δίνουν το γενικό της χρώμα, όταν για τους λίγους και διεθνώς αναγνωρισμένους δημιουργούς που έχει, οι πιο πολλοί τους θάβουνε απροκάλυπτα, αναίσχυντα, και αυθαίρετα, χωρίς επιχειρήματα, και όταν είναι να τους θάψουμε κυριολεκτικά, τους κλαίνε ;  

Θα τελειώσω με την Χάννα Άρεντ. Κριτικάροντας ευστοχότατα αυτόν που θεωρείται, δυστυχώς ακόμα, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του τρομερού εικοστού αιώνα, τον Χάιντεγγερ, και που ενστάλλαξε μαύρη απογοήτευση σε πολλά πνεύματα, κριτικάροντας την άποψή του ότι ο άνθρωπος αποτελεί το είναι-προς-θάνατο, του απαντά : ακόμα κι αν γεννιέται για να πεθάνει (αναπόφευκτα), ο άνθρωπος δεν είναι στον κόσμο και την κοινωνία για να πεθάνει, είναι για να δημιουργήσει.
Είναι για να ζήσει τη γλυκειά ζωή ή να την κάνει γλυκειά.

Όλα αρχίζουν και τελειώνουν, θα συμφωνήσω, με το ερώτημα : τι εννοούμε γλυκειά ζωή ; Για να μη ξεχάσουμε ότι τιμάμε και χαιρετάμε έναν δουλευτή δημιουργό, μηδένα προ του τέλους μακάριζε, αλλά τώρα που ήρθε το τέλος, μπορώ να πω : η ζωή του υπήρξε μάλλον γλυκειά. Δεν έκανε την ταινία Ο μελισσοκόμος ;     

νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, 27 Ιανουαρίου 2012
 

 

(icon Don Psychote)