Share |

Και ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει τον Καρλ Σμιτ

Το υπαρξιακό ερώτημα και το κράτος έκτακτης ανάγκης

Το υπαρξιακό ερώτημα και το κράτος έκτακτης ανάγκης

του Νικόλα Βαγδούτη

Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει για τη νομική επιστήμη

τη σημασία που έχει το θαύμα για τη θεολογία            

Kαρλ Σμιτ, Πολιτική θεολογία            

 


 

Το ζήτημα του  κράτους έκτακτης ανάγκης έχει ανακύψει προσφάτως στoν δημόσιo λόγο — και μάλιστα όχι ως λεκτική υπερβολή στην οποία προσφεύγει η Αριστερά για να καταγγείλει μεμονωμένες περιπτώσεις καταστολής, αλλά ως αιτούμενο στην αρθρογραφία του Βήματος ή της Καθημερινής. Από το ξέσπασμα μάλιστα της κρίσης, πληθαίνουν τα κείμενα που ζητούν ακόμη και  εφαρμογή του άρθρου 48 του Συντάγματος (Γ. Μαλλούχος κ.ά.).  Έτσι, με αφορμή και την αντιδημοκρατική εκτροπή που συνιστά η (συγ)κυβέρνηση Παπαδήμου, έχει σημασία να σταθούμε στο ζήτημα, βλέποντας πώς καλείται να απαντήσει η Αριστερά.

Η άποψή μου  είναι ότι μόνο αν προσεγγίσουμε το ζήτημα με όρους νομικού θετικισμού, καθώς  το Κοινοβούλιο συνεχίζει να λειτουργεί, μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε στοιχεία κράτους έκτακτης ανάγκης.  Υπάρχει κατάσταση εξαίρεσης, καθώς οι πολιτικά κυρίαρχοι, ενώ τηρούν την τυπική νομιμότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, έχουν καταργήσει στην πράξη όλο το συνταγματοποιημένο κοινωνικό συμβόλαιο –τον συμβιβασμό, ουσιαστικά, μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας– στο όνομα του χρέους. Η κατάργηση, ενδυόμενη  την περιβολή του πατριωτικού καθήκοντος, παρουσιάζεται πλέον απερίφραστα σαν «υπαρξιακό ζήτημα», που δεν επιδέχεται τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εν ολίγοις, είναι  η γλώσσα  της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Ο κλασικός ορισμός του  κράτους  έκτακτης ανάγκης  είναι: η προσπάθεια του κράτους  να διατηρήσει την υπάρχουσα έννομη τάξη διά της αναστολής της και της αναθέσεως όλων των αρμοδιοτήτων στην εκτελεστική εξουσία. Είναι η επιλογή του κράτους, όταν ο κοινωνικός ανταγωνισμός οξύνεται τόσο που τίθεται πλέον, ρητά ή άρρητα, το ζήτημα της εξουσίας. Τότε, το κράτος επιλέγει να μην εκπροσωπήσει μόνο  τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του αστικού μπλοκ διά της ηγεμονίας και της εμφάνισής του ως εκπροσώπου του «γενικού συμφέροντος της κοινωνίας», αλλά  αφενός να ταυτιστεί με τις βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις της αστικής τάξης, και αφετέρου να διεξαγάγει νόμιμο εμφύλιο πόλεμο έναντι του «εσωτερικού εχθρού» που εκπροσωπεί τις λαϊκές τάξεις. Η κύρια μορφή που παίρνει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η συνταγματική: η συμπερίληψή της στο  Σύνταγμα, ως δυνατότητας της εκτελεστικής  εξουσίας να αναστέλλει  σε περιόδους κρίσης ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, καθώς  και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Έτσι, το κράτος έκτακτης ανάγκης, που ουσιαστικά αναστέλλει το Σύνταγμα,  είναι συνταγματικά  νόμιμο.  Εδώ ακριβώς έγκειται αφενός η φιλελεύθερη πρόσληψη της πολιτικής και  αφετέρου η τραγική ιστορική της απόληξη. Η  πολιτική και οι μορφές που παίρνει πρέπει να εξαντλούνται, κατά τη φιλελεύθερη πρόσληψη, στο θεσμικό  πλαίσιο που θέτει το υφιστάμενο θετικό δίκαιο και η έννοια της νομιμότητας. Αυτή η πρόσληψη της πολιτικής, ως οριζόμενης αποκλειστικά από το συνταγματικό πλαίσιο  και υπαγόμενης τελικά σ’ αυτό, οδηγεί  στην  προσπάθεια να ενταχθούν όλες οι στιγμές, ακόμη και οι στιγμές της πολιτικής ανισορροπίας, στην έννοια της νομιμότητας. Όμως, συμπεριλαμβάνοντας και τη στιγμή  της έκτακτης ανάγκης  της προσδίδουν «ένα επίχρισμα νομιμότητας, το οποίο επιτρέπει στην εκτελεστική εξουσία να κάνει ουσιαστικά ό,τι θέλει, και την ίδια στιγμή να επικαλείται τη νομιμοποίηση που της παρέχει το θετικό δίκαιο» (D. Dyzenhaus).

Ιστορικά, πρακτική  απόληξη αυτής της συμπερίληψης υπήρξε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Η συνεχής χρήση του αντίστοιχου άρθρου 48 από την εκτελεστική εξουσία (με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την πραξικοπηματική ανατροπή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας από τον Πρόεδρο και το ότι το Κοινοβούλιο δεν λειτουργούσε από το 1930) αποτέλεσε  καθοριστικό παράγοντα που βοήθησε  τον  Χίτλερ να ανέλθει νόμιμα στην εξουσία. Σύμφωνα με την εύγλωττη φράση του Σμιτ, «κανένα Σύνταγμα στη Γη δεν είχε με τόση ευκολία νομιμοποιήσει ένα πραξικόπημα όπως το Σύνταγμα της Βαϊμάρης». Και, ασφαλώς, δεν έχουμε να κάνουμε με λανθασμένη χρήση του άρθρου 48, που κατέληξε στην άνοδο του Χίτλερ. Ήταν   επιλογή του αστικού πολιτικού προσωπικού να χρησιμοποιήσει το κράτος έκτακτης ανάγκης (σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης με τεράστια ανεργία,   που οδήγησε σε αλματώδη άνοδο τόσο  του κομμουνιστικού  όσο και του ναζιστικού κόμματος και πολιτική ανισορροπία), για να διατηρήσει τη σταθερότητα του συστήματος, αποτρέποντας τον «κομμουνιστικό κίνδυνο»

Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, δεν αντιστοιχεί επακριβώς στη σημερινή  κατάσταση, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως εξής:  τυπικά νόμιμη κοινοβουλευτική  διαδικασία, με κατάργηση όλου του κοινωνικού συμβολαίου που είχε συνταγματοποιηθεί  από το 1974. Δεν υπάρχει προσφυγή στο άρθρο 48, και οι  πολιτικά κυρίαρχοι  δρουν όντως επικυρωτικά διά του θεσμού του Κοινοβουλίου χωρίς να το παρακάμπτουν. Σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι σωστή η κριτική της Ντίνας Τζουβάλα (www.rednotebook.gr/details.php?id=3711), η οποία κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ συνταγματικής νομιμότητας και κοινωνικής  νομιμοποίησης,  υποστηρίζοντας ότι η νέα συγκυβέρνηση είναι τυπικά νόμιμη (καθότι οι αστικές δημοκρατίες λειτουργούν με βάση την «ελεύθερη εντολή» του αντιπροσωπευομένου προς τον αντιπρόσωπο), αλλά υπάρχει δημοκρατική εκτροπή στο βαθμό που δεν είναι κοινωνικά νομιμοποιημένη. Πέραν αυτού, στην πράξη η  εκτελεστική εξουσία ουσιαστικά   πράττει εντός ενός  πλαισίου που είναι «ένας κενός χώρος δικαίου, μια ζώνη ανομίας, που προκύπτει από την ίδια την  αναστολή του δικαίου» (Αγκάμπεν). Αυτός ο χώρος χρησιμοποιείται από τους πολιτικά κυρίαρχους για να παράγουν δίκαιο, το οποίο έπειτα συμπεριλαμβάνεται στην έννομη τάξη διά της κοινής νομοθεσίας. Είναι οι νόμοι που ουσιαστικά απολύουν δημόσιους υπαλλήλους ενώ το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη μονιμότητα, οι νόμοι που επιτρέπουν τις  εκατοντάδες απολύσεις, οι νόμοι που θεσμοθετούν την «εργασιακή εφεδρεία», και η ουσιαστική αναίρεση της βασικής συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους. Όλα αυτά  επικυρώνονται βέβαια  διά  της νόμιμης κοινοβουλευτικής διαδικασίας.

Από τυπικής  απόψεως λοιπόν, δεν έχουμε  ακόμα κράτος έκτακτης ανάγκης, καθώς δεν έχει ανασταλεί η λειτουργία  του Κοινοβουλίου. Όμως, ουσιαστικά, έχουμε κατάσταση έκτακτης ανάγκης:  τεράστια ιδεολογική τρομοκρατία, στο όνομα του χρέους, την οποία χρησιμοποιούν ανοιχτά οι  πολιτικά κυρίαρχοι ως  κεντρικό επιχείρημά τους, ώστε να παρακάμπτουν όλο το συνταγματοποιημένο κοινωνικό συμβόλαιο, ενώ χρησιμοποιούν  το θετικό δίκαιο μόνο στις διαδικασίες επικύρωσης των αποφάσεων τους. Γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος στο Κοινοβούλιο ή δικτατορία, για την περίοδο του Μεσοπολέμου: «Η  δικτατορία είναι φορέας και στυλοβάτης του κοινοβουλευτισμού και ο κοινοβουλευτισμός φορέας της δικτατορίας· το αποτέλεσμα είναι ένας ιδιότυπος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός». Μ’ αυτή τη φράση θέλει να τονίσει ότι ο θεσμός του Κοινοβουλίου –και άρα η τυπική δημοκρατία– δεν σηματοδοτεί απαραιτήτως την «κανονική» λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, καθώς το κεφάλαιο, σε συνθήκες κρίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει ακόμη και το Κοινοβούλιο με τους δικούς του όρους.

Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε και σήμερα: η προσπάθεια επικράτησης των πολιτικά κυρίαρχων έξω από  τη  λογική της νομιμότητας (ή στα όριά της), σίγουρα πάντως έξω από τα όρια της κοινωνικής νομιμοποίησης. Ειδικά  σε συνθήκες κρίσης, ο γάμος μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας δεν ευοδώνεται, και έτσι οι νομικές διατάξεις (αυτές που συνίσταντο στην αποτύπωση αυτού του συμβιβασμού, όπως η προστασία της εργασίας και το κοινωνικό κράτος) μοιάζουν πλέον κουρελόχαρτα, μπροστά στο «υπαρξιακό» ζήτημα του χρέους. Όποιος δεν υποχωρεί σε «υπαρξιακά» ζητήματα, για τα  οποία ο λαός δεν δικαιούται  να αποφασίζει ο ίδιος ως κυρίαρχος, γίνεται ο ίδιος ύψιστος εχθρός. Ο συνταγματολόγος κ.  Βενιζέλος, ακολουθώντας  προφανώς τις αναλύσεις του Σμιτ, δήλωσε ευθαρσώς ότι η  δημοκρατία συνίσταται αποκλειστικά στην εξεύρεση μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, καθότι ο λαός δεν μπορεί να αποφασίζει κυρίαρχα για ένα ζήτημα υπαρξιακό όπως το χρέος.

Οι «από τα κάτω» είναι όμως πλέον επικίνδυνοι,  όπως φάνηκε στις 19-20 και τις 28 Οκτωβρίου — γι’ αυτό και το αστικό πολιτικό προσωπικό ενοποιήθηκε αμέσως.  Ο Αγκάμπεν, αντλώντας από τον μεσσιανισμό του Μπένγιαμιν, λέει ότι σε μια τέτοια συνθήκη κρίσης  είναι λάθος να προσλαμβάνουμε την έκτακτη ανάγκη ως κατάσταση εξαίρεσης από το νόμο  που μπορούν να χρησιμοποιούν μόνο οι πολιτικά κυρίαρχοι, και προτρέπει στην «αληθινή» κατάσταση έκτακτης ανάγκης,  που θα προκαλέσουν οι ίδιοι οι «από κάτω»: οι «από τα κάτω» δεν μπορούν πλέον να μιλούν με τη γλώσσα του θετικού δικαίου και του γράμματος του Συντάγματος, όταν ακόμη και το αστικό κράτος την έχει εγκαταλείψει. Aυτό είναι εμφανές, ακόμα και από τις άναρθρες κραυγές κατά του Κοινοβουλίου ή το συνολικό αίτημα που βγήκε, έστω και αντιφατικά, από τις πλατείες: περισσότερη και πραγματική  δημοκρατία. Αυτό το αίτημα βγήκε λόγω της προαναφερθείσα καταπάτησης του Συντάγματος αλλά και λόγω της λειτουργίας της Βουλής, που ενώ αποφασίζει με νόμιμο τρόπο δεν αποτυπώνει ούτε κατ’ ελάχιστο τη λαϊκή βούληση.

Γι’ αυτό και εμείς, ειδικά σήμερα,  δεν μπορούμε να  υπερασπιζόμαστε γενικά τη δημοκρατία με τη μορφή της συνταγματικής νομιμότητας (ή, τουλάχιστον, δεν μπορούμε να κάνουμε μόνο αυτό). Ας προτάξουμε  λοιπόν εμείς τη δημοκρατία. Όχι τη δική τους δημοκρατία, τη δημοκρατία της λειψής  συμμετοχής που δεν αποτυπώνεται πουθενά στο πολιτικό επίπεδο, τη δημοκρατία της τυπικής  ισότητας (ευκαιριών) και της τυπικής ελευθερίας (των συμβάσεων) που οδηγεί στην παντοδυναμία των αγορών και στην τελική  χρεοκοπία του λαού, αλλά την πραγματική δημοκρατία: τη δημοκρατία που προϋποθέτει πραγματική ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη. Τη δημοκρατία δηλαδή που προϋποθέτει ενεργή συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα και δεν σταματάει μπροστά στην πύλη του εργοστασίου, αλλά διαπερνάει όλες τις κοινωνικές σχέσεις,  ακόμη και τις παραγωγικές.

ΥΓ. Την Πέμπτη, ο Α. Ανδριανόπουλος ζήτησε ο νέος πρωθυπουργός να παίρνει μέτρα εν λευκώ, χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου. Η γλώσσα λοιπόν της κατάστασης έκτακτης ανάγκης προσεγγίζει πλέον και το γράμμα του άρθρου 48. Οι Άγγλοι αυτό το ονομάζουν slippery slope. Εν ολίγοις, αν ο λαός αποδεχτεί την τρομοκρατική  αυτή γλώσσα, ο κατήφορος δεν θα έχει τέλος.

Ο Νικόλας Βαγδούτης είναι πτυχιούχος Νομικής, με μάστερ στο Συνταγματικό Δίκαιο,  μέλος της Νεολαίας ΣΥΝ.

ΠΗΓΗ

 

(Εικόνα Δον ΨΥΧΩΤΗΣ)