Share |

Το υπέροχο έτος 2011 και η "αμεσοδημοκρατία" των Καθαρών

(Μας ζητήθηκε να λάβουμε μέρος σε κάποιες διαδικασίες, αποδεχόμενοι τις αρχές ενός κειμένου. Οφείλοντας μίαν απάντηση, κάναμε και μια μικρή κριτική αναζήτηση για το τι έγινε στη χρονιά που τώρα τελειώνει και που κάποιοι δεν θέλουν να δουν. Το κείμενο να το εντάξετε στη σειρά "Γιατί δεν πέφτει ο ρημάδης ο καπιταλισμός").

--------------------------

Κατ’ αρχήν να ευχαριστήσουμε όσους μας προσκάλεσαν σε μια κλειστή συνάντηση ανθρώπων που πιστεύουν πως η λύση και η πολιτική απάντηση στην σημερινή κατάσταση είναι η δημοκρατία. Μας έδειξαν την εμπιστοσύνη τους, διαβάζοντας κάποιες σκέψεις μας. .

 

          Τώρα, σας χρωστάμε μιαν απάντηση, για το αν αποδεχόμαστε ή όχι την «ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».

 

Ο «απολογισμός» και τα συμπεράσματα μιας χρονιάς

            Αυτό το χρέος προς εσάς συμπίπτει με μια γενικότερη αναζήτηση μας, για το τι συνέβη το υπέροχο έτος 2011. Μια χρονιά, που τελειώνει, με πολύ προβληματισμό και πολλές απορίες, για τη συνέχεια.

            Ψάξαμε να βρούμε το γιατί είδαμε ένα μεγάλο μέγεθος ανθρώπων στους δρόμους και μια πρωτόγνωρη σε όγκο και ποιότητα συμμετοχή. Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά όλης αυτής της ιστορίας. Τι μένει και τι πρέπει να ψάξουμε. Γιατί είδαμε, στη συνέχεια, μια συρρίκνωση και μια «απόσυρση», που πιστεύουμε πως είναι προσωρινή και φαινομενική. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως ο λαός έχει πάρει τις αποφάσεις του και έχει συνείδηση του τι πρέπει να κάμει. Ίσως, να του λείπει το πώς, ο τρόπος και η διαδικασία κι αυτό να το περιμένει από «ειδικούς», που θα διαχυθούν ανώνυμα, ανάμεσα του. Ξέρει, όμως, το τι θέλει και το φώναξε: θέλει δημοκρατία.  

            Τις όποιες εκτιμήσεις, τις κάνουμε, μελετώντας τα όσα ζήσαμε  τοπικά (αν και κάποιοι από την ομάδα δεν έχουν σχέση με την Κεφαλονιά). Εξ άλλου, το τοπικό, η πόλη, αποτελεί τη βάση μιας δημοκρατίας.

 

            Το πρώτο συμπέρασμα,  διαυγάζοντας την τοπική πραγματικότητα,  είναι πως  ο κόσμος κατάλαβε πως αυτό μέσα στο οποίο ζει δεν είναι δημοκρατία. Κι έχοντας στο βίωμα ή στην ιστορία ή στη γλώσσα του την έννοια της, καλύτερα από άλλους λαούς, μόνο αυτός στον κόσμο όλο, έθεσε ξεκάθαρα το θέμα «άμεση δημοκρατία».

 

            Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν πως δεν τον κάλεσε κανένας και κανείς δεν του έθεσε όρους για τη συμμετοχή του. Προσήλθε, ελεύθερος και αυθόρμητα, βέβαιος πως αυτός αποφασίζει, χωρίς τις γνωστές άνωθεν επεμβάσεις μιας κάποιας ηγεσίας.

            (Εξαίρεση αποτελεί η πρόσκληση Μίκη, στην οποία ανταποκρίθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων, από όλο το πολιτικό φάσμα. Η εξαίρεση αυτή  επιβεβαιώνει τα δυο πιο πάνω συμπεράσματα μας: Ήταν μια πρόσκληση για αυτοοργάνωση, με σαφή δήλωση πως «δεν φτιάχνω κόμμα ή κίνημα». Όταν η ρότα άλλαξε και κάποιοι αποφάσισαν να δηλώσουν «ηγεσία», απαιτώντας υπακοή σε άνωθεν αποφάσεις, ο κόσμος πήγε σπίτι του και αργότερα έλαβε μέρος στο κίνημα των πλατειών. Οι πολλές απόπειρες επανίδρυσης της σπίθας ναυάγησαν και δεν συγκέντρωσαν ποτέ πάνω από 13 άτομα, όταν το ξεκίνημα έγινε από 300. Η τελευταία προσπάθεια, με άφιξη κλιμακίου από Αθήνα, συγκέντρωσε τρεις! )

Όσο λειτουργούσε η μεγάλη συμμετοχή και ο ενθουσιασμός, βγήκαν αρκετές πολιτικές αποφάσεις, σαν αποτέλεσμα λαϊκών συνελεύσεων, τα οποία έδιναν ένα πολιτικό στίγμα, που συμπυκνωνόταν στο αίτημα της άμεσης δημοκρατίας.

 

Το τρίτο συμπέρασμα, μελετώντας γραφές  και πράξεις, ήταν η έλλειψη «ιδεολογικής καθαρότητας». Με περισσή ευκολία, όσοι προσέγγιζαν τα κείμενα, κρίνοντας τα από κάποιο δικό τους φανερό ή κρυφό ιδεολογικό πρίσμα, εντόπιζαν σωρεία ιδεολογιών (εθνικισμό ή διεθνισμό,  σοσιαλισμό, φιλελευθερισμό ή κομμουνισμό, εξουσιαστικό ή αντιεξουσιαστικό, αριστερό ή δεξιόστροφο και έλλειψη «ταξικής» συνείδησης αποτελούσε την μόνιμη επωδό των μαρξιστών ή μαρξιζουσών αντιλήεων).

            Γενικά, ήταν κείμενα που δεν «έπαιρναν θέση» στα «μεγάλα» ιδεολογικά, θρησκευτικά, φυλετικά κ.ά. ζητήματα που ταλανίζουν τις ιδεολογικές συνιστώσες και την κοινωνία και για τα οποία υποχρεωτικά πρέπει να πάρεις θέση, αν θέλεις να συμμετέχεις στην πολιτική σκηνή. Ήταν κείμενα που χωρούσαν όλους και ως εκ τούτου «λαϊκίστικα».

Πράγματι, θα ήταν τέτοια, αν  αυτός που τα είχε φτιάξει δεν ήταν ο ίδιος ο ποικιλόχρωμος λαός ή ένα αντιπροσωπευτικό, στατιστικά, τμήμα του. Αυτό δεν το πρόσεχε κανείς και ο καθένας απαιτούσε και απαιτεί ακόμα, με τρόπο ολιγαρχικό, να περνά η δική του ατομική αντίληψη. Εντόπιζαν πολιτική και ιδεολογική «πλαδαρότητα»  και για τα ζωτικά θέματα έβλεπε μια παραπομπή στις καλένδες της δημοκρατίας, όταν ο λαός θα μπορεί να αποφασίζει ελεύθερος, από κατοχές, δικτατορίες και εμφυλιοπολεμικές διαιρέσεις. 

            Κανένας, ιδεολογικά κρατούμενος από κάτι, δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να δει την καθαρότητα του στόχου και του νοήματος, τη συνισταμένη της πολυχρωμίας, που ήταν η δημοκρατία. Δεν ήθελαν να διακρίνουν τις βασικές ανθρωπιστικές έννοιες, που αντάμωναν και προέκυπταν από μια πολυχρωμία, που τυχαία και απρόσμενα συναντήθηκε, αφήνοντας πίσω ιδεολογικά και πολιτικά τείχη, αποφασισμένη να αναστείλει, έστω και προσωρινά κομματικές και πολιτικές ιδιότητες.  Το ετερόκλητο πλήθος που συναποφάσιζε είχε τρόπο, νόημα και ένα μόνιμο στόχο: Αλλαγή συντάγματος για ένα πολίτευμα στο οποίο ο λαός θα έχει όλες τις εξουσίες.

 

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των μεγάλων συνελεύσεων ήταν πως μπορεί να είχαν σε κάποιες στιγμές μέλη, αλλά οι προσκλήσεις ήταν δημόσιες και περιείχαν τη φράση: «καλούμε τα μέλη και όλους τους κατοίκους του νησιού».

Μπορεί να υπήρχαν κάποια πολιτικά πλαίσια, αλλά δεν αποτελούσαν προϋπόθεση για συμμετοχή. Έτσι, από τις συνελεύσεις, όσο κράτησαν, περνούσαν κάθε φορά και νέα πρόσωπα.

Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να παρεμποδίσει και να θέσει προαπαιτούμενα και υπήρχαν στιγμές, που η πρόσκληση για κινητοποίηση δεν είχε υπογραφή, παρά μόνο το πολιτικό πλαίσιο, με εντυπωσιακή ανταπόκριση (στην απεργία και τη συγκέντρωση στις 23/2 καταγράφηκε η απόλυτη συμμετοχή μιας ολόκληρης πόλης). 

 

Παρά την ανοιχτή πρόσκληση και συμμετοχή, καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη δεν μπόρεσε και δεν τόλμησε να χειραγωγήσει πολιτικά τις συνελεύσεις. Και συμμετείχαν άνθρωποι, από ΟΛΟ το πολιτικό φάσμα, (πλην ΚΚΕ).

Η δημοκρατία δεν φοβήθηκε το κόμμα και την όποια ιδεολογία. Τα κοίταξε στα μάτια και προχώρησε. Και μάλλον συμπαρέσυρε.

 

 

Μετά τις συνελεύσεις

Στη συνέχεια και μετά τη διάλυση των συνελεύσεων, όλες οι προσπάθειες για τη δημιουργία τοπικής οργάνωσης από τις νεόκοπες πολιτικές ομάδες απέτυχαν και είχαν ελάχιστη έως μηδενική απήχηση. Όλες οι πολιτικές ομάδες και κινήσεις προσπάθησαν να αντλήσουν μέλη και οπαδούς, από τον κόσμο που είδαν να συμμετέχει στις ανοιχτές συνελεύσεις, αλλά ελάχιστοι ακολούθησαν. Έτσι, η μόνη τοπική οργανωμένη μορφή έμεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μετονόμασε την τοπική του οργάνωση σε «πρωτοβουλία πολιτών» και πλαισιωμένη από 3-4 νέα άτομα δεν φαίνεται να πετυχαίνει το σκοπό του. (Εκδήλωση για το πολυτεχνείο, άτομα 35).

 

Ο κόσμος επέστρεψε στις κλασσικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής ψηφοφορίας, στην τηλεόραση και στα μικρά καθημερινά, δίχως μπούσουλα και δίχως ταυτότητα. Οι μέρες της άνοιξης δεν ήταν αρκετές, για να μετατρέψουν το αυθόρμητο σε συντεταγμένη δύναμη, με προοπτική αλλαγής της σημερινής κατάστασης. Του ‘χει μείνει και το ακούς συνέχεια, πώς «όλοι ίδιοι είναι» και τούτο που ζούμε δεν είναι δημοκρατία.

 

 

Η προϋπόθεση της αποδοχής αρχών

            Και, σήμερα, ζητάτε από εμάς, ένα ασήμαντο απομεινάρι των μεγάλων συνελεύσεων, να αποδεχθούμε μια πρόταση, ένα πολιτικό πλαίσιο, το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας.

            Θεωρούμε πως γίνεται ένα βασικό λάθος, έστω και ασυνείδητα, και είναι η απαρχή δημιουργίας ενός κόμματος και ας μη το βαφτίζουμε έτσι. Κι αν δεν αρέσει ο χαρακτηρισμός, η απαίτηση για «αποδοχή» έχει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που συνέχεια αρνούμαστε. Έχει την προϋπόθεση, την «αρχή» και τη βάση ενός κόμματος, σαν αφετηρία και σαν τρόπο.

            Αρκεί μια στιγμή, μια τόση δα αβλεψία ή παράλειψη, για να γίνει το λάθος και να ακολουθήσουν τα επόμενα λάθος βήματα, που θα δημιουργήσουν δομές παρόμοιες με αυτά που αρνούμαστε.

Οι καλύτερες των προθέσεων δεν αρκούν. Είναι κατανοητοί οι λόγοι και οι επιταγές της πραγματικότητας, που υποχρεώνουν μια πρωτοβουλία στην ιδεολογική της θωράκιση και προστασία.

Μια στιγμή ήταν αρκετή για να χαθεί το νόημα της συμμετοχής στις εθνοσυνελεύσεις της γαλλικής επανάστασης και να υιοθετηθεί το αγγλικό πρότυπο του κόμματος. Προήλθε από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί ένας εμφύλιος πόλεμος και οι εξωτερικοί εχθροί της επανάστασης. Κάτι ανάλογο συνέβη στη μετεπαναστατική Ρωσία και από το «όλη η εξουσία στα συμβούλια» βρέθηκαν στη δικτατορία του κόμματος.

 

Μην περιμένετε να σας καταθέσουμε μια  δική μας πρόταση, ώστε να αποφύγουμε όλοι μαζί την υιοθέτηση μεθόδων του χτες και πεπατημένες που οδήγησαν σε εκτροπή από την αρχική ιδέα, για την οποία δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως οι περισσότεροι υπηρετείτε. (Και λέμε οι «περισσότεροι», γιατί είναι γνωστό πως στις διαδικασίες για την «άμεση δημοκρατία» συμμετέχουν και μέλη κομμάτων.Hδιπλή συμμετοχή σε κόμμα και «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες τι έχει για προτεραιότητα; Μήπως, την παρεμπόδιση και την ακύρωση του ρόλου του κόμματος ή την εξουδετέρωση του προτάγματος, ώστε να μη γίνει πολιτική δύναμη ανατροπής; Λαμβάνει νόημα η ποικιλόχρωμη συμμετοχή, όταν στόχος κάθε πολιτικού μορφώματος που έχει για στόχο τη δημοκρατία επιδιώκει τη μέγιστη συμμετοχή των πολιτών και αν δεν το επιτυγχάνει, τίθεται θέμα αυτοκριτικής και επαναξιολόγησης).

 Δεν έχουμε πρόταση.

 

Η ιδέα και η πραγμάτωση της

. Υπάρχει μια ιδέα, η δημοκρατία. Και υπάρχει και η μεταφορά της ιδέας στην πράξη, στην πραγματικότητα και ακόμα πιο σημαντικό και καθοριστικό, η μεταφορά της ιδέας στη γενικευμένη πραγματικότητα, όπως τη βιώνει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Δεν είναι επιτρεπτό τη μεταφορά, την υλοποίηση και τους κανόνες που υπηρετούν την ιδέα, να την υπαγορεύουν οι ανάγκες της πραγματικότητας και κυρίως η παρεμπόδιση εισόδου «κακοποιών» ως προς την ιδέα στοιχείων. Ασυνείδητα, δημιουργούμε μια ακόμα διαίρεση, ανάμεσα σε πολλές άλλες. Μια είναι η αντίθεση και η βασική διαχωριστική γραμμή: Ολιγαρχία ή δημοκρατία; Κι ο καθένας παίρνει τη θέση του, με βάση τη δική του πίστη.

 

Δεν είναι δυνατόν η εξαίρεση και το εξαιρετικό να γίνονται συστατικό και στην περίπτωση μας ιδρυτικό στοιχείο του κανονικού.

 

Ποιος κυρίαρχα αποφασίζει; Ποιος ορίζει τους κανόνες και το δίκαιο;

Η μεταφορά της ιδέας στην πράξη είναι θέμα απόφασης. Η απόφαση πρέπει να υπαγορεύεται από την ιδέα και όχι από τις ανάγκες μιας χρονικής στιγμής. Κάπως έτσι χάθηκαν μεγάλες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η απόφαση είναι το κυρίαρχο στοιχείο της πράξης. Αυτός που αποφασίζει γίνεται κυρίαρχος πάνω στην πράξη και κατ’ επέκταση πάνω στην ιδέα. Δίνει τη μορφή και το νόημα το δικό του. Μήπως, ταυτόχρονα, αλλοιώνει το νόημα; Η δημοκρατία είναι το μέσο. Δεν είναι το νόημα. Μήπως το μέσο ( η οργάνωση)  γίνεται σκοπός;

 

Ποιος πρέπει να είναι ο κυρίαρχος;

Η απάντηση που δίνει η ιδέα της δημοκρατίας, σε αντιδιαστολή με κάθε άλλη πολιτική και ιδεολογία είναι μόνο μία και είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη: ο λαός

Καμία άλλη συλλογικότητα. Ο λαός είναι, άτμητος και αδιαίρετος, σαν δημιουργός πολιτικής και θεσμών και δεν έχει προσφέρει σε κανένα εξουσιοδότηση και δεν έχει εκχωρήσει σε κανένα το δικαίωμα να είναι κυρίαρχος στη λήη των αποφάσεων. Ο λαός σαν άτομο και σαν συλλογικότητα, δίχως την ισοπεδωτική έννοια της «γενικής βούλησης» ή της «γενικής διάνοιας» των Ρουσσώ και Μαρξ. Μια πάλλουσα και μεταβαλλόμενη κατάσταση, συντεθειμένη από ανθρώπους – άτομα – προσωπικότητες,  που είναι αυτό και το άλλο και το αντίθετο τους. Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος στο ίδιο πρόσωπο. Δίχως δεδομένο ή υπαρξιακό ή γενετικά προσδιορισμένο είναι. Δίχως το προαπαιτούμενο της «συνειδητοποίησης» , της «μόρφωσης» ή της «ωριμότητας».

 

Ο κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει τους κανόνες, τους θεσμούς και τους νόμους και δικαιούται να αμφισβητεί και να μη δεσμεύεται από αυτούς, τροποποιώντας αενάως τις δικές του αποφάσεις. Κανείς άλλος. Και το ερώτημα παραμένει: Ποιος θέλουμε να είναι ο κυρίαρχος, το μέτρο και ο κριτής; Ποιος δημιουργεί το δίκαιο;

 Το ακούσαμε: «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν κάποιοι δεν συμμετέχουν». Ενδιαφέρει, όμως, την ιδέα και την ουσία της δημοκρατίας και κάποιους λίγους άλλους. Χωρίς τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή, χωρίς τη δημιουργία μιας τεράστιας δύναμης εκ μέρους της κοινότητας δεν μπορεί να υπάρξει νίκη στη υπό εξέλιξη σύγκρουση με το ολιγαρχικό καθεστώς και τις βίαιες μεθόδους του.

 

Και το θέμα της αποδοχής ή μη μιας πρότασης, ενός πολιτικού πλαισίου ή κάποιων αρχών δεν είναι κάτι που αφορά αυτούς που συντάσσουν την επιστολή αυτή. Αφορά αυτούς, που, κυρίαρχα, αποφάσισαν την προϋπόθεση της αποδοχής ενός κειμένου, μιας ιδρυτικής διακήρυξης, πρότασης ή όπως αλλιώς και αν την ονομάσουμε. Αν εμείς πούμε όχι, «έχασε η Βενετιά βελόνι». Αφορά, όμως μια ιδέα, ένα σκοπό και τις τύχες ενός λαού, κάθε πολιτικό ξεκίνημα, που θέλει να συμπορεύεται μαζί του.

Το μέγεθος καθορίζει το ολιγαρχικό ή δημοκρατικό μιας απόφασης, ενός κανονισμού και μιας ίδρυσης.

 

 Με ποιο δικαίωμα θα αρνηθείτε, όσοι υιοθετείτε την πράξη της «προϋπόθεσης», τη συμμετοχή του οποιουδήποτε, ατόμου ή συλλογικότητας, που δεν αποδέχεται ένα συγκεκριμένο κείμενο;

Η πρόταση πως ένα κείμενο είναι αενάως ανοιχτό σε τροποποιήσεις και αλλαγές δεν σώζει την ιδρυτική στιγμή. Κάθε καταστατικό πλαίσιο κόμματος είναι ανοιχτό σε τροποποιήσεις, ακόμα και το ίδιο το σύνταγμα. Στην πράξη, όμως; Η ιδρυτικά κυρίαρχη συλλογικότητα, δημιουργός μιας απόφασης κι ενός πλαισίου, έχει προσδιορίσει τους όρους συμμετοχής , εξαιρώντας και αποκλείοντας.

 

           

            Οι αρχές, οι θεσμοί, οι άνθρωποι και το αναγκαίο μέγεθος

Η δημοκρατία δεν έχει αιώνιες και ασύμβατες προς τον εαυτό της αρχές . Οι άνθρωποι έχουν αρχές, αξίες , σκέψεις και ιδέες και σε κάθε στιγμή δίνουν το δικό τους περιεχόμενο και το δικό τους νόημα στη δημοκρατία. Από την ελεύθερη συμμετοχή και συγκρότηση του δήμου γεννιέται η εξουσία του και η δυνατότητα να την επιβάλλει και να την υπερασπιστεί.

 

Άλλο η ιδέα και άλλο η πραγμάτωση της, ο τρόπος που θα πάμε προς την πραγμάτωση της;

            Εκ των υστέρων, θα προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ιδέα, μελετώντας τη μορφή με την οποία πραγματώθηκε. Και δεν θα βγάζουμε άκρη. Η εφαρμογή, η κακοποίηση της ή η ιδέα θα έχει φταίξει; Έργο που παίζεται και έχουμε ξαναδεί σε όλα τα νεωτερικά χρόνια, για ένα πλήθος ιδεών και ιδεολογιών, οραμάτων και πεποιθήσεων.

 

Μόνο η δημοκρατία, σαν ιδέα και πραγμάτωση έχει την απάντηση:

Η ευθύνη βαραίνει αυτόν που αποφασίζει, σαν άτομο και σαν συλλογικότητα. Γι΄αυτό κι έχει τη δυνατότητα να διορθώνει, όταν το λάθος δεν είναι ανεπανόρθωτο. (Υπάρχει και το «ανεπανόρθωτο» στην ιστορία).

            Ας κάμει το λάθος ο λαός, λοιπόν. Όχι εμείς. Κανείς δεν θα ζητήσει ευθύνες από κάποιον άλλον, τότε.

            Μόνο ο εν δημοκρατία λειτουργών πολίτης έχει δικαίωμα να προχωρά σε αποκλεισμούς ή περιορισμούς, δημιουργώντας δίκαιο και νόμους και αυτό με αιτιολογημένη απόφαση και χωρίς να αμφισβητείται το δικαίωμα της ισότητας των προσώπων και του σεβασμού της αξιοπρέπειας. Παρεμπιπτόντως, η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι δικτατορία της πλειοψηφίας.

            Οι επιμέρους συλλογικότητες έχουν νόημα, εφ’ όσον τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων μεγάλων μεγεθών συμμετοχής, μέσα στα οποία θα διαχυθούν και θα χαθούν. Αλλιώς, αυτοϊκανοποιούνται, περιχαρακωμένοι και αυτές, ανάμεσα σε πολλές άλλες περιχαρακωμένες ζωές και πολιτικές οντότητες. Προσδίδοντας στον εαυτό τους μια αξία, που αντικειμενικά δεν έχουν και ένα τίτλο, που δεν δικαιούνται.

Είναι αδύνατο να ξεριζώσεις μια ιδεολογία, και συγκεκριμένα μια ολιγαρχική νοοτροπία, όταν αρκείσαι να τη μεταφράσεις, μόνο, σε μια διαφορετική γλώσσα ή όταν την κοσμείς με διαφορετικά χρώματα ή την θέτεις στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή σκοπιμότητας.

            Οι ολίγοι, ενίοτε κινδυνεύουν να γίνουν ολιγαρχικοί, παραμένοντας τελικά ολιγαρκείς και πάντα λίγοι..

            Δίχως την αναγκαία, ελεύθερη και απρόσκοπτη συμμετοχή των πολλών δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία και ως τότε δεν μπορούν να υπάρξουν γνήσια δημοκρατικοί θεσμοί και πολιτικά δημοκρατικά υποκείμενα.

Εκτός κι αν αποφασίσουμε να κάνουμε την αυτοϊκανοποίηση, πολιτική.

 

            Εμείς, οι ασήμαντοι και ανώνυμοι

Σε  όλες τις προηγούμενες προσκλήσεις, για συμμετοχή σε  πολιτικά μορφώματα, είτε προσεγγιστήκαμε σαν άτομα είτε σαν μια μικρή παρέα, γνωρίζοντας την ολιγαρχική τους αντίληψη, βάζαμε εμείς τους «όρους»:

-         Ανοιχτές και δημόσιες διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων.

-         Καμιά αποδοχή αρχών που δεν προέρχεται από την αναγκαία μεγάλη συλλογικότητα της ανοιχτής τοπικής λαϊκής συνέλευσης.

-         Δικαίωμα στην ελεύθερη δημόσια έκφραση άποψης, κριτικής και αυτοκριτικής, χωρίς δεσμεύσεις και προς κάθε κατεύθυνση.

…Και μας άφηναν στην ησυχία μας.

Έτσι κι αλλιώς, δεν είχαμε σκοπό να στερηθούμε την ελευθερία μας, στο βωμό της όποιας εντολής, ακόμα και αν αυτή προερχόταν από τον εντολέα κυρίαρχο λαό.  (Είναι βαρετή και πολύ δεσμευτική η λειτουργία του εντολοδόχου και εκτελεστή λαϊκών αποφάσεων).

Η συμμετοχή μας στην έναρξη και στην κορύφωση των συμμετοχικών διαδικασιών ήταν ασήμαντη, ενώ είναι μεγάλη η ευθύνη μας στην διάλυση και την απομάκρυνση του μεγάλου πλήθους από αυτή τη συμμετοχή.

 

Εδώ, σε αυτή τη διαδικασία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν έχουμε «αντιπάλους», αλλά συνοδοιπόρους. Δεν θέτουμε «όρους» και «προαπαιτούμενα» για την όποια συμμετοχή μας, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι ασήμαντη. Είμαστε πολύ λίγοι και πολύ μικροί σε ποιότητα για να αναστατώνουμε μια προκαθορισμένη πορεία. Προβληματισμό εκθέσαμε και εκτεθήκαμε. Ο λόγος μας πηγάζει από την αγωνία μας.

 

            Είναι προφανές, πως η επιστολή αυτή αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Μα, δεν είχε σκοπό να δώσει απαντήσεις. Ερωτήματα έθεσε.

 

H Oμάδα του ithacanet.gr.

 

(Eικόνες Δον ΨΥΧΩΤΗΣ)

Σχόλια

Πάτησα το like (στο φατσοβιβλίο) γιατί είναι η πρώτη φορά από τότε που σε διαβάζω, που κατάλαβα που το πας, τελείως ξεκάθαρα. Και συμφωνώ μαζί σου. Μου αρέσει και η ειλικρίνεια του "δεν έχουμε πρόταση". Ομολογώ ότι είχα αρχίσει να ΄"σπάζομαι" λίγο με κάποια κείμενα σου. Η έλλειψη "πρότασης" ΄ήταν εμφανής και μου φαίνονταν απλά σαν στείρα κριτική. Τώρα που το κατάλαβα δεν το βλέπω έτσι. Αναρωτιέμαι όμως πόσοι είναι έτοιμοι να δεχτούν και τον "εχθρό" να συμμετέχει. Αν και πιστεύω ότι η όλη διαδικασία έχει περισσότερα να φοβηθεί από τον συμφωνούντα "φίλο" παρά τον διαφωνούντα "εχθρό"... Να κάνω λίγο και τον δικηγόρο του διαβόλου όμως. Αν η αποδοχή κάποιων αρχών έχει να κάνει μόνο με κάποιες βασικές αρχές λειτουργίας, δεν θα μπορούσε ίσως να ξεπεραστεί αυτό? Γιατί αν κάποιος η κάποιοι δεν αποδέχονται βασικές αρχές λειτουργίας ποιός ο λόγος να συμμετέχουν? Για να μπαχαλέψουν την διαδικασία? Εδώ η διαδικασία μπαχαλεύεται εκ των έσω, πόσο μάλλον με τους έξω... Δεν ξέρω φίλε μου, απαντήσεις δεν έχω κι εγώ. Απλά πιστεύω πως κάπου, κάπως πρέπει να γίνει μια αρχή.

Παιδιά, όταν ήμασταν (ακόμα είμαστε) καρτερούσαμε το κύμα, για να το καβαλήσουμε και να μας πάει έξω στην άμμο . Το κύμα ήρθε, πέρασε, ήρθαν κι άλλα, έρχονται και φεύγουν κι εμείς ακόμα περιμένουμε να έρθει.
Απέμειναν σε μια πλατεία κάποιοι, Περιμένοντας τον Γκοντό, και διώχνοντας όποιον δεν ήταν όμοιος. Η ομοιογένεια, η ομογενοποίηση ήταν και είναι χαρακτηριστική επιθυμία κάθε ολιγαρχικού καθεστώτος.
Αρνιέσαι τη συμμετοχή στο "άλλο", για ένα εκατομμύριο λόγους. Πρώτα απ' όλα γιατί είναι εύκολότερο να τον ξεφορτωθείς, από το να συζητήσεις μαζί του.

Το ΑΙΤΗΜΑ της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ δεν το έθεσε κάποιος από μας, ώστε κάποιος από μας να είναι αυτός που θα αποφασίζει "έλα εσύ, φύγε εσύ". Ξεχνάμε πως το μέγεθος των ανθρώπων που πλημμύρισε δρόμους και πλατείες και συνεχίζει να το κάνει απρόσκλητος, έβαλε τους όρους, και το πρόταγμα.
Αν δεν συνέχισε να ξεροσταλιάζει σε μια πλατεία είναι που κάποιοι φρόντισαν να τον διώξουν, να τον συκοφαντήσουν, να επαναφέρουν το κλίμα του εμφύλιου, μια και είναι μονίμως φοβισμένοι, με τρόπο ρατσιστικό, απέναντι στο διαφορετικό. Αυτοί που μιλούν για κανόνες και αρχές, μπαχαλεύουν και καταλύουν κάθε έννοια δημοκρατίας, διώχνουν ή απομακρύνουν οικειοθελώς το βασικό συστατικό της δημοκρατίας, που είναι ο δήμος.
Ή ο κόσμος έφυγε γιατί δεν υπήρχε κανείς κάτι να του πει.
Κάποιες γραφικές "αριστερές", αλλά στην πράξη ολιγαρχικές φιγούρες δεν μπορούν κανέναν να διώξουν και κανέναν να πείσουν.
Αν οι στιγμές του 2011 ήταν κορυφαίες, για λίγο, ήταν γιατί κανείς δεν έδιωξε κανέναν. Κανείς δεν φοβήθηκε κανέναν.
Και κανείς δεν τα έκανε μπάχαλο, παρ΄εκτός κι αν ανήκε σε καθεστωτικό κόμμα. Και τα έκαμε, όταν οι πολλοί είχαν φύγει.
Οι ιδεολόγοι και ιδεολήπτες μπαχαλάκηδες μόνο να διαιρέσουν μπορούν και όχι να ενώσουν.
Ο λαός, όταν θέλει να ενωθεί ενώνεται. Στη "διανόηση" υπάρχει πρόβλημα.